Η πρωτοβουλία του Κώστα Τσουμάνη να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο μαρτυρίες ξένων περιηγητών για την Κέρκυρα αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην κερκυραϊκή βιβλιογραφία. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων ξένων περιηγητών που επισκέφτηκαν την Κέρκυρα στη διάρκεια των αιώνων. Άλλα εξ αυτών είναι μεταφρασμένα αποσπάσματα μεγαλύτερων κειμένων και άλλα αποτελούν συνθετική-περιληπτική παρουσίαση με ευθύνη του Κώστα Τσουμάνη. Στόχος του ήταν, αφού προβεί σε μια αναφορά στην ομηρική φιλοξενία στο νησί των Φαιάκων, να δει πώς και τι έβλεπαν οι ξένοι περιηγητές μέσα από τα δικά τους μάτια, μέσα από τα δικά τους πολιτισμικά και προσωπικά «φίλτρα» την Κέρκυρα ως γεωγραφικό τόπο, ως φορέα ιστορίας και πολιτισμού. Πολλοί τους θεωρούν ως προπομπούς του σύγχρονου τουρισμού, άλλοι ως τυχοδιώκτες σε αναζήτηση περιπετειών κι άλλοι θεωρούν ότι τα κείμενά τους χρησίμευαν τελικώς ως πηγή πληροφοριών για όσους είχαν βλέψεις στην Κέρκυρα και γενικότερα στα Επτάνησα.
Για να διευκολύνω τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου να καταλάβει το ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε αυτό το ρεύμα επισκεπτών/περιηγητών της Κέρκυρας, θα προβώ σε μια σύντομη και σχηματική παρουσίαση του ρεύματος αυτού όπως εμφανίστηκε στην Ευρώπη την τελευταία χιλιετία. Χρησιμοποιώντας το υλικό που παραθέτει ο Κώστας Τσουμάνης θα προσπαθήσω να αναδείξω και να ερμηνεύσω τις διαφορετικές – διαχρονικά- εικόνες/αναπαραστάσεις της Κέρκυρας που προβάλλονται μέσα από τα κείμενά των ξένων περιηγητών. Θα ικανοποιηθούμε ως Κερκυραίοι από τη μαγεία που προκαλεί η Κέρκυρα και θα εντυπωσιαστούμε από τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής που αποτυπώνουν στο χαρτί τους, αλλά θα εκπλαγούμε, αρκετοί μάλιστα δυσάρεστα, όταν διαπιστώσουμε ότι «ξένοι» επισκέπτες μας δεν ήταν –όπως και δεν είναι- «κουτόφραγκοι». Βλέπουν πράγματα που τους δυσαρεστούν, τα καταγράφουν και τα δημοσιεύουν. Όλα αυτά συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της «εικόνας» της Κέρκυρας ανά τους αιώνες. Ενώ άλλοι τόποι, κατάφεραν να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν μια πολύ καλή εικόνα από την οποία αποκομίζουν ακόμη και σήμερα οφέλη, η εικόνα της Κέρκυρας αλλοιώνεται, φθίνει, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να αναζητούμε μια νέα ταυτότητα, μια νέα εικόνα, η οποία θα επιτρέψει στον τόπο να ανασάνει.
Αλλά ας δούμε πώς αναπτύχθηκε αυτό το ρεύμα ξένων περιηγητών που άρχισε δειλά-δειλά να επισκέπτεται την Κέρκυρα. Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές που επισκέφτηκαν την Κέρκυρα είναι άτομα που συνοδεύουν σταυροφόρους ή προσκυνητές που κατευθύνονται στους Αγίους Τόπους. Οι περιγραφές τους είναι λιτές και φανερώνουν μια έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τον τόπο. Πρόκειται για άτομα προσηλωμένα στον ιερό τους σκοπό τα οποία δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό των τόπων που επισκέπτονται. Μην ξεχνάμε ότι οι σταυροφόροι που πέρασαν από τον ελλαδικό χώρο ελάχιστα σεβάστηκαν τον πολιτισμό μας και επεδίωξαν να ιδιοποιηθούν ό,τι έκριναν ότι ήταν πολύτιμο γι’ αυτούς. Το αίσθημα υπεροχής που τους διέκρινε, δεν τους επέτρεπε να γνωρίσουν, να σεβαστούν και να απολαύσουν αυτά που έβλεπαν.
Πρέπει να φτάσουμε στα τέλη του 15ο αιώνα και τις αρχές του 16ου, εποχή που συμπίπτει με την αρχή της Αναγέννησης για να δούμε μια διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι περιηγητές που επισκέπτονται την Κέρκυρα μπορεί να οδεύουν ως επί το πλείστον προς τους Αγίους Τόπους, αλλά μετερχόμενοι της Παιδείας της Αναγέννησης αναζητούν νέους / άλλους τόπους, άλλους πολιτισμούς. Χαρακτηριστικό ορισμένων κειμένων είναι η λεπτομερής αναφορά σε τοποθεσίες και σε συνήθειες.
Με μια μικρή χρονική καθυστέρηση κάνουν την εμφάνισή τους στην Κέρκυρα περιηγητές τους οποίους θα εντάσσαμε στην καινούργια για την εποχή τάση η οποία χαρακτηρίζει τους περιηγητές που ταξιδεύουν αρχικώς στην Ευρώπη και στη συνέχεια προς την Ανατολή από διανοουμενίστικη περιέργεια. Ο Montaigne γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτή η άσβεστη διάθεση των νέων και άγνωστων πραγμάτων εμφυσά μέσα μου την επιθυμία των ταξιδιών και δεν γνωρίζω κανένα καλύτερο σχολείο διαπαιδαγώγησης από το να προτείνεις στον εαυτό σου αδιάλειπτα την πολυμορφία άλλων τρόπων ζωής και να τον κάνεις να τη γευτεί».
Αυτά τα ταξίδια συντελούν στη διαμόρφωση της έννοιας του «tour», της περιήγησης που πραγματοποιούσαν αρχικώς Άγγλοι αριστοκράτες και πλούσιοι αστοί στα σημαντικότερα θέρετρα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επρόκειτο για διαδρομές που προέβλεπαν σταθμούς στο Παρίσι, την Κυανή Ακτή και αναλόγως είτε επιστροφή μέσω Ελβετίας είτε προεκτείνονταν προς την ιταλική Ριβιέρα, τη Ρώμη και τη Νάπολι. Μια παραφυάδα αυτών των ρευμάτων κατευθύνεται προς τα Επτάνησα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως θρησκευτικός εχθρός, αλλά ως ένας τόπος ικανός να προσφέρει πολλές συγκινήσεις και να ικανοποιήσει την περιέργεια των επισκεπτών της. Σ΄ αυτούς τους περιηγητές συγκαταλέγεται και ο Seigneur de Villamont, ιππότης του Τάγματος της Ιερουσαλήμ, ο οποίος ξεκίνησε, όπως γράφει ο ίδιος στο έργο του Les voyages du Seigneur de Villament, το οποίο επανεκδόθηκε 25 φορές μεταξύ 1595 και 1620, έφτασε μέχρι την Αίγυπτο «μόνο από περιέργεια για να δει και να μάθει».
Κάνοντας μια έρευνα για την ταυτότητα των περιηγητών διαπιστώνουμε ότι πολλοί εξ αυτών δεν ήταν τυχαίοι.
Ο Pietro Casola, που επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1494, ήταν ευγενής από το Μιλάνο, ο οποίος στο τέλος της ζωής του τιμήθηκε από τον Πάπα Παύλο Β’ για την προφορά του στην Καθολική Εκκλησία. Το έργο του Pellegrinaggio a Gerusalemme nell'Anno 1494 (Προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ το 1494) σίγουρα εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως για τις πληροφορίες που παρέθετε στους αναγνώστες του και τους επόμενους επισκέπτες των Αγίων Τόπων. «Καταγράφει», όπως αναφέρει ο Τσουμάνης «όλα τα επεισόδια της ημέρας… Παρατηρεί τα πάντα: κτήρια και ανθρώπους. Συγκεντρώνει στοιχεία για την οικονομία, την παραγωγή …»
Επίσης, την Κέρκυρα επισκέφτηκαν προσωπικότητες όπως ο Charles de Saint Maure, δούκας του Montausier, έμπιστος του Λουδοβίκου του ΙΔ΄ που είχε αναλάβει την εκπαίδευση του γιού του Louis de France, o γνωστός τυχοδιώκτης και γυναικοκατακτητής Giovanni Giacomo Casanova και πολλοί άλλοι.
Έχουμε όμως και ιδιαιτέρως αναλυτικές μαρτυρίες ατόμων με εξέχουσες θέσεις στην τοπική κοινωνία, όπως αυτές του André Grasset Saint-Sauveur, ο οποίος το 1781, σε ηλικία 30 χρόνων, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα του πατέρα του, Προξένου της Γαλλίας στα Επτάνησα. Το 1789 έγινε ο ίδιος υποπρόξενος και διαδέχθηκε τον πατέρα του. Σ’ αυτή τη θέση έμεινε μέχρι το 1798, δηλαδή μέχρι και την έλευση των Δημοκρατικών Γάλλων στην Κέρκυρα. Από τις περιγραφές του προκύπτει ότι γνώριζε πάρα πολύ καλά τον τόπο και τους ανθρώπους κι έτσι πρόσφερε στους αναγνώστες του πολλές πληροφορίες όχι μόνο για την Κέρκυρα, αλλά και γενικότερα για τα Επτάνησα. Έχω την αίσθηση, ότι το έργο του Voyage/Historique, Littéraire/et Pittoresque/dans/les iles et possessions/ci-devant vènitiennes du Levant;/savoir:/Corfou, Paxo, Bucintro, Parga, Prevesa, Vonizza, Sainte-Maure, Thiaqui, Céphalonie, Zante, Strophades, Cerigo et Cérigotte, αποτελεί ένα κείμενο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Πρέπει όμως να έχει συντάξει ως Πρόξενος της Γαλλίας πολλές εκθέσεις και επιστολές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τις Γαλλικές Αρχές ενόψει της αφίξεως των Δημοκρατικών Γάλλων στα Επτάνησα.
Τον 18ο και 19ο αιώνα εμφανίζεται ένα καινούργιο ρεύμα περιηγητών, εμπνευσμένων από το ρεύμα του ρομαντισμού, που αποσκοπεί να γνωρίσει τους τόπους στους οποίους διαδραματίστηκε η Οδύσσεια. Η Κέρκυρα, το νησί των Φαιάκων, προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ταξιδιωτών της εποχής. Η γνωστότερη όλων, η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, η οποία το 1861 κατασκευάζει το «Αχίλλειο», εκφράζει τη λατρεία της για τον ελληνικό πολιτισμό και ιδιαίτερα για το μυθικό ήρωα Αχιλλέα. Λίγα χρόνια μετά τη δολοφονία της, το 1907, ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄ αγοράζει το Αχίλλειο στο οποίο έμενε κάθε χρόνο ένα μήνα μέχρι το 1914. Την ίδια περίοδο, η Κέρκυρα προσελκύει όλο και περισσότερους επισκέπτες που επεδίωκαν να γνωρίσουν το νησί των Φαιάκων, τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Εάν είχε γίνει σωστή αξιοποίηση της «εικόνας» της Κέρκυρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κι εάν είχε γίνει σωστή αξιοποίηση της ανάπτυξης των θαλασσίων μεταφορών, η Κέρκυρα θα μπορούσε ακόμη και σήμερα να απολαμβάνει όσα, ή τουλάχιστον ανάλογα, με αυτά που απολαμβάνουν πόλεις της Κυανής Ακτής και της Ιταλικής Ριβιέρας. Δυστυχώς, η έλλειψη πρόθεσης για αξιοποίηση αυτού του τουριστικού ρεύματος της εποχής από τις Αρχές του τόπου σε συνδυασμό με την έλλειψη παιδείας, αλλά και τρόπων από την πλευρά του απλού κόσμου, προκάλεσαν βλάβη στην εικόνα αυτή της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα η Κέρκυρα να ξανατεθεί στο περιθώριο. Για παράδειγμα, ο Γάλλος About Edmond που επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1852 γράφει: «Σ’ ένα καφενείο λ.χ. ο ιδιοκτήτης δεν νιώθει καμία ντροπή όταν ένας Γάλλος και ένας Έλληνας έχουν πιεί τον ίδιο καφέ στο ίδιο τραπέζι κι όταν πάνε να πληρώσουν μαζί ο Γάλλος πληρώνει δύο φράγκα ενώ ο Έλληνας πληρώνει ένα φράγκο». Και λίγο πιο κάτω γράφει «Οι Έλληνες, όπως και οι Τούρκοι δεν έχουν συναίσθηση της απόλυτης αξίας. Θεωρούν ότι η τιμή ενός αντικειμένου ή μιας υπηρεσίας καθορίζεται από τη μιζέρια του πωλητή και την περιουσία του αγοραστή». Λόγια καθόλου κολακευτικά για μας, αλλά, παρ’ όλα αυτά πικρές αλήθειες τις οποίες ζούμε και σήμερα. Ένας άλλος, το 1965, ο βρετανός Joseph Braddock σε κάποιο σημείο της αφήγησής του αναφέρεται σε μια κερκυραϊκή παροιμία. Σύμφωνα μ’ αυτή «Τις γυναίκες πρέπει να τις κτυπάς όπως και τις ελιές. Ωστόσο στην Κέρκυρα ούτε οι γυναίκες ούτε οι ελιές τυγχάνουν ραβδισμού – εξ αιτίας της απίστευτης τεμπελιάς που χαρακτηρίζει τους πάντες». Σε ένα άλλο σημείο, αναφερόμενος στις Μπενίτσες γράφει: «Η εικόνα που αντικρίσαμε ήταν απογοητευτική. Το μικρό λιμάνι, με τις χρωματιστές βάρκες, ήταν πιο βρώμικο από ό,τι το θυμόμασταν» Δεν θα σχολιάσω τον παραλληλισμό γυναικών-ελιών. Θα σημειώσω όμως ότι ο Joseph Braddock υπήρξε πολυγραφότατος, τα δε βιβλία του μπορείτε να τα αποκτήσετε μέσω του πολύ γνωστού ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου Amazon. Αυτό σημαίνει ότι τα κείμενά του υπάρχουν, έχουν δημοσιευτεί και διαβάζονται από όσους γνωρίζουν τη γλώσσα του Σαίξπηρ. Εάν κάνω αναφορά στα αρνητικά σχόλια που παραθέτουν οι περιηγητές το κάνω όχι μόνο γιατί τα εντόπισα στο βιβλίο δίπλα σε λίαν εγκωμιαστικά σχόλια άλλων περιηγητών, αλλά για να δώσω και μια εξήγηση στη συμβολή των σχολίων των επισκεπτών της Κέρκυρας στη διαμόρφωση της εικόνας που σχηματίζουν οι ξένοι για μας. Δεν είμαι αυτός που θα υποστηρίξει ότι πρέπει να προσαρμοζόμαστε στην εικόνα που θέλουν οι άλλοι για μας. Κάθε άλλο. Είχαμε και έχουμε να προσφέρουμε πολλά, από αυτά που οι άλλοι δεν έχουν. Θεωρώ όμως ότι μπορούμε, θα έλεγα επιβάλλεται, να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση της εικόνας που σχηματίζουν για μας. Το γραπτό κείμενο – είτε σε έντυπη είτε σε ψηφιακή μορφή- σε συνδυασμό με την εικόνα –είτε πρόκειται για φωτογραφία, είτε για κινηματογραφική ταινία, είτε για βίντεο, είτε για πίνακα ζωγραφικής, είτε για γελοιογραφία - λειτουργούν καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας ενός τόπου, ενός τουριστικού προορισμού. Ο σύγχρονος επισκέπτης της Κέρκυρας έχει στη διάθεση του περισσότερα μέσα απ’ ό,τι ο περιηγητής των προηγουμένων χρόνων. Σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, σε μια εποχή όπου η πληροφορία διαχέεται σε όλη την υφήλιο σε απρόβλεπτους χρόνους, η διαμόρφωση αλλά και η αναθεώρηση της εικόνας ενός τόπου μπορεί να αλλάξει άρδην ταχύτατα. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις απαθείς.
Το βιβλίο του Κώστα Τσουμάνη μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για προβληματισμό και για παραγωγή νέων ιδεών. Συνιστώ σε όλους, όχι μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό, να το διαβάσουν. Θα βοηθήσει να δουν μέσα από τα μάτια των περιηγητών την Κέρκυρά μας, την Κέρκυρα που μας μαγεύει, την Κέρκυρα που μας πληγώνει, την Κέρκυρα που αγαπάμε.