Expériences de traduction ...
Blog de Michel Politis, Professeur au Département de Langues Étrangères, de Traduction et d'Interprétation de l'Université ionienne (Corfou - Grèce)

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

"Η εξέλιξη του σημασιολογικού περιεχομένου της έννοιας «ελβετική ουδετερότητα» διαμέσου των αιώνων" του Μιχάλη Πολίτη, Καθηγητή στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου


(*) Ανακοίνωση στο 14ο Συνέδριο της ΕΛΕΤΟ, Αθήνα, 9-11 Νοεμβρίου 2023


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μελετώντας σώμα κειμένων σχετικών με την έννοια της «διεθνούς ουδετερότητας», διαπιστώνει κανείς ότι το σημασιολογικό περιεχόμενό της, ιδίως στην περίπτωση της Ελβετίας, δεν παραμένει σταθερό.

Η ελβετική ουδετερότητα αποτελεί απότοκο μακράς εξελικτικής πορείας κατά την οποία ως έννοια λειτούργησε άλλοτε ως αυτοσκοπός κι άλλοτε ως μέσο στο πλαίσιο της εξωτερικής αλλά και της εσωτερικής πολιτικής ζωής της χώρας.

Ως πολιτική έννοια, συνυφασμένη με την εξωτερική πολιτική, επέτρεπε στα καντόνια και τη Συνομοσπονδία να διασφαλίζουν τη μη εμπλοκή τους σε ένοπλες συγκρούσεις με ισχυρότερους αντιπάλους και ως έννοια συνυφασμένη με την εσωτερική πολιτική διασφάλιζε τη συνοχή της Συνομοσπονδίας, η οποία κινδύνευε από την επιρροή που ασκούσαν οι όμορες χώρες στις γλωσσικές κοινότητες της Ελβετίας.

Από τη στιγμή που η έννοια αυτή συμπεριλαμβανόταν σε συμφωνίες που υπέγραφαν τα καντόνια ως 6ανεξάρτητες οντότητες ή η ίδια η Συνομοσπονδία, αποκτούσε ad hoc σημασιολογικό περιεχόμενο. Ο χρησιμοποιούμενος όρος άλλοτε κάλυπτε περιορισμένο εύρος της σημασίας της έννοιας κι άλλοτε μεγαλύτερο. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις εσκεμμένης χρήσης του όρου με ασαφές σημασιολογικό περιεχόμενο, κάτι το οποίο κατέληγε σε διαφορετικές ερμηνείες και πρακτικές.

Το ασταθές σημασιολογικό περιεχόμενο και οι διαφορετικές ερμηνείες του όρου αποτελούν εδώ και αιώνες αιτίες πολλών και μακρών συζητήσεων και διαβουλεύσεων τόσο σε διεθνές όσο και σε καθαρώς ελβετικό επίπεδο, όπως συνέβη, ενδεικτικά, ενόψει της συμμετοχής της Ελβετίας σε διεθνείς οργανισμούς (Κοινωνία των Εθνών, ΟΗΕ κ.ά.).


The evolution of the semantic content of the concept of "Swiss neutrality" over the centuries

Michel Politis, Professeur à l'Université ionienne (Corfou)

ABSTRACT

Studying a corpus of texts related to the concept of "international neutrality", we found that its semantic content, especially in the case of Switzerland, does not remain stable.

Swiss neutrality is the result of a long evolutionary process in which the concept has functioned sometimes as an end in itself and sometimes as a means in the context of the country's foreign and domestic political life.

As a political concept, interwoven with foreign policy, it enabled the cantons and the Confederation to ensure that they did not become involved in armed conflicts with stronger rivals, and as a concept interwoven with domestic policy it ensured the cohesion of the Confederation, which was threatened by the influence of neighbouring countries on the linguistic communities of Switzerland.

As soon as this concept was included in agreements signed by the cantons as independent entities or by the Confederation itself, it acquired an ad hoc semantic content. The term used sometimes covered a limited range of the meaning of the concept and sometimes a wider range. However, there were also cases of deliberate use of the term with an unclear semantic content, resulting in different interpretations and practices.

The unclear semantic content and the different interpretations of the term have for centuries been the cause of many long discussions and consultations both at international and purely Swiss level, as was the case, for example, in view of Switzerland's participation in international organisations (League of Nations, UN, etc.).




Εισαγωγή

Ο όρος «ουδετερότητα» είναι από τους πλέον πολύσημους όρους της ελληνικής γλώσσας, καθώς συναντάται σε πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία με διαφορετικό κάθε φορά σημασιολογικό περιεχόμενο.

1: Περί διεθνούς ουδετερότητας

Στα πεδία των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου η σημασία του όρου «διεθνής ουδετερότητα» χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, δεδομένου ότι πρόκειται για έννοια η οποία αποτέλεσε απότοκο διαφορετικών πρακτικών, τις οποίες υιοθέτησαν ηγεμόνες/κράτη στις μεταξύ τους σχέσεις. Από αυτές τις στάσεις και πρακτικές προέκυψαν κανόνες εθιμικού χαρακτήρα, οι οποίοι κωδικοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτή η κωδικοποίηση, όσο χρήσιμη κι αν ήταν για τις διακρατικές σχέσεις, δεν κατάφερε να διαλύσει την αχλή που περιβάλλει την έννοια «ουδετερότητα», καθώς τα μέχρι σήμερα διεθνή συστήματα ασφάλειας δεν έχουν προβλέψει αποτελεσματικούς μηχανισμούς αποτροπής επιθετικών ενεργειών από πλευράς κρατών. Σε γενικές γραμμές ως ουδετερότητα νοούμε την αποφυγή ανάμιξης ενός κράτους σε πόλεμο μεταξύ άλλων κρατών, αλλά στη διεθνή πρακτική μπορούμε να καταγράψουμε πλήθος επιμέρους καταστάσεων οι οποίες δυσχεραίνουν στη διατύπωση ενός ορισμού ικανού να καλύψει το σύνολο των περιπτώσεων στις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος «ουδετερότητα».

Μελετώντας σώμα κειμένων σχετικών με την έννοια της «διεθνούς ουδετερότητας», διαπιστώνει κανείς ότι το σημασιολογικό περιεχόμενό της, ιδίως στην περίπτωση της Ελβετίας, δεν παραμένει σταθερό, αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία και με το αν χρησιμοποιείται ως πολιτική ή νομική έννοια. Η μεταβολή αυτή συντελείται με προσθήκη ή αφαίρεση στοιχείων που προσδιορίζουν το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας, αλλά και από τις διαφορετικές ερμηνείες που δίνονται κάθε φορά στην έννοια «ουδετερότητα».

2: Η πρώιμη ελβετική ουδετερότητα

Η ουδετερότητα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας αποτελεί απότοκο μιας ιδιαιτέρως πολύπλοκης διαδικασίας, στην οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξαν η μορφολογία του εδάφους, οι σκληρές συνθήκες ζωής, η ανάγκη για επιβίωση και τα φυσικά εμπόδια στην ελεύθερη επικοινωνία της ευρύτερης περιοχής με τις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης. Οι συνθήκες αυτές απετέλεσαν παράγοντες που συνέτειναν στο να καταστούν οι Ελβετοί σκληροτράχηλοι πολεμιστές, οι οποίοι δύσκολα υποτάσσονταν σε ξένη δύναμη, και παράλληλα να αποκτήσουν συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους, την περίφημη Sonderfall.

Στο πλαίσιο των ενεργειών τους για αποτροπή των επιθετικών ενεργειών εις βάρους τους, τα καντόνια της περιοχής σύναπταν συμφωνίες με όμορα κράτη οι οποίες προέβλεπαν τη μη προσβολή των εδαφών τους από στρατεύματα ξένων ηγεμόνων με αντάλλαγμα τη δυνατότητα ελεύθερης στρατολόγησης σ’ αυτά μισθοφόρων. Αυτή η ιδιότυπη σχέση μεταξύ των ηγεμόνων των ευρωπαϊκών χωρών και των ελβετικών καντονιών θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος της ελβετικής ουδετερότητας.

Κατά τη συγκρότηση της Συνομοσπονδίας τα καντόνια που προσχωρούσαν σ’ αυτή δεσμεύονταν όχι μόνο να μένουν έξω από κάθε διαφορά των εταίρων τους, αλλά και να προσφέρονται να μεσολαβήσουν τα ίδια ως διαμεσολαβητές για την εξεύρεση λύσης.

Η ιδιότυπη αυτή κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την κατάληψη των ελβετικών καντονιών από τους Δημοκρατικούς Γάλλους από το 1797 έως το 1803, περίοδο κατά την οποία οι Γάλλοι ίδρυσαν την Ελβετική Δημοκρατία, ένα ενιαίο κράτος κατά τα πρότυπα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η κατάληψη της Ελβετίας από τους Γάλλους και η κατάργηση των νομοθετικών οργάνων των καντονιών συντέλεσαν στην αναστολή της πορείας προς τη θεσμοθέτηση της ελβετικής ουδετερότητας. Η παρουσία γαλλικών στρατευμάτων προκάλεσε την αντίδραση των δυνάμεων που αντιμάχονταν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, οι οποίες επιχείρησαν την κατάληψη ελβετικών εδαφών. Τον Ιούλιο του 1802, μετά την ξαφνική αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Ελβετία, άρχισε μια μεταβατική περίοδος έντασης μέχρι την επιστροφή των Γάλλων και την επιβολή της Πράξης Διαμεσολάβησης του Φεβρουαρίου 1803, με την οποία ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατάργησε την Ελβετική Δημοκρατία και διαμόρφωσε ένα νέο πλαίσιο συνομοσπονδιακής οργάνωσης της Ελβετίας. Παρότι το κείμενο της Πράξης προβλέπει σιωπηρά την ελβετική ουδετερότητα, η Ελβετία ήταν υποχρεωμένη να στέλνει στρατεύματα στη Γαλλία. Μετά τη μάχη της Λειψίας (16-19 Οκτωβρίου 1813) και την ήττα του Ναπολέοντα, οι σύμμαχοι έστειλαν τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον βαρόνο Λεμπτσέλτερν στην Ελβετία με σκοπό να προσεταιριστούν τη φιλικά προσκείμενη προς τη Γαλλία ελβετική κυβέρνηση. Για να κερδίσουν την εύνοια της Δίαιτας υποσχέθηκαν μεταξύ άλλων την ουδετερότητα της Ελβετίας, η οποία θα επικυρωνόταν με διεθνή συνθήκη.

3: Η διεθνής αναγνώριση της ελβετικής ουδετερότητας

Στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Βιέννης (1814-1815) και της Συνθήκης των Παρισίων του 1815, οι νικήτριες δυνάμεις αναγνώρισαν εγγράφως και με κάθε επισημότητα τη διαρκή ουδετερότητα της Ελβετίας και εγγυήθηκαν την ακεραιότητα και το απαραβίαστο του εδάφους της. Με την ένταξή της στην Ιερά Συμμαχία το 1817, η Ελβετία αποδέχθηκε την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διατήρηση όμως του δικαιώματος στρατολόγησης μισθοφόρων από τους ηγεμόνες της εποχής εξέθετε την Ελβετία σε κίνδυνο εμπλοκής της σε ένοπλες συγκρούσεις, κάτι το οποίο ήταν αντίθετο στην αρχή της ουδετερότητας. Η διατήρηση του δικαιώματος στρατολόγησης μισθοφόρων από ξένους ηγεμόνες χρησίμευε ως επιχείρημα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις προκειμένου να επικρίνουν την ελβετική εξωτερική πολιτική ή να δικαιολογούν την παρέμβαση τους στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Παράλληλα, η αρχή αυτή δεν είχε γίνει αποδεκτή πλήρως από τους Ελβετούς, καθώς αρκετοί θεωρούσαν ότι η επιβολή της ουδετερότητας αποτελούσε περιορισμό στις δραστηριότητές τους ή ότι επιβλήθηκε από τις μεγάλες μοναρχικές δυνάμεις, προκειμένου να τους αποκόψουν από τον αγώνα των Ευρωπαίων φιλελευθέρων για τη χειραφέτηση των λαών. Η παρουσία προσφύγων ή πολιτικών μεταναστών στο ελβετικό έδαφος αποτελούσε παράγοντα έντασης με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.

4: Η ουδετερότητα της Ελβετίας κατά τον 19ο αιώνα

Στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα του 1848, η ουδετερότητα θεωρήθηκε απλώς ως μέσο για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εξωτερικής ασφάλειας της Ελβετίας. Η εξωτερική ασφάλεια κατέστη ένα διαρκές μέλημα για τις ελβετικές κυβερνήσεις, η στάση των οποίων διαμορφωνόταν ανάλογα με τις περιστάσεις και τα ζητήματα.

Μελετώντας την ιστορία του 19ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι η ελβετική εξωτερική πολιτική χρησιμοποιούσε συχνά την έννοια της ουδετερότητας, αλλά οι κοινωνικές, πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ δεν ομονοούσαν ως προς το περιεχόμενό της. Μία μόνο περίπτωση συγκέντρωνε ευρύτερη συναίνεση: το διεθνές εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά, όπου η Ελβετία καταλάμβανε ολοένα και πιο σημαντική θέση. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική ουδετερότητα κάλυπτε πολύ καλά όχι μόνο τις εμπορικές υποθέσεις και τις οικονομικές επενδύσεις, αλλά τους προσέδιδε μια ηθική αξία που έλειπε από τις αποικιακές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι ανθρωπιστικές δραστηριότητες, όπως η σύσταση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού το 1863, που αναπτύχθηκαν από την Ελβετία στο πλαίσιο των «καλών υπηρεσιών», συνέβαλαν στη σημαντική ενίσχυση του καθεστώτος της ως ουδέτερης χώρας.

5: Η ουδετερότητα της Ελβετίας κατά τον 20ο αιώνα

Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελβετική ουδετερότητα απέκτησε νέο πρόσωπο, καθώς στο εσωτερικό της χώρας έλαβε διαστάσεις μύθου κι αποτέλεσε μία από τις θεμελιώδεις αξίες της εθνικής πολιτικής. Σε διεθνές επίπεδο, από την άλλη, αυτή η ασαφής έννοια είχε χάσει κάπως από την ουσία της, καθώς οι σχέσεις και η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των χωρών, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου, καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομία, και το εμπόριο.

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς η πολιτική ουδετερότητας της Ελβετίας δεν φαινόταν να δημιουργεί πρόβλημα, οι τότε μεγάλες δυνάμεις αναγνώρισαν χωρίς δισταγμό –με εξαίρεση την Ιταλία– το επίσημο καθεστώς της Ελβετίας. Αλλά η ταχεία μετατροπή της σύγκρουσης σε έναν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο έφερε την ελβετική κυβέρνηση σε πολύ λεπτή θέση.

Στο εσωτερικό της χώρας, η αρχή της ουδετερότητας είχε επικρατήσει στις πολιτικές ομιλίες και είχε καταστεί ισχυρό επιχείρημα για την ενίσχυση του εθνικού αισθήματος, παρότι οι γλωσσικές κοινότητες είχαν την τάση να υποστηρίζουν είτε τις Κεντρικές Δυνάμεις είτε την Αντάντ. Έχοντας επίγνωση του επερχόμενου κινδύνου, οι ομοσπονδιακές αρχές και ορισμένοι διανοούμενοι έκαναν έκκληση στο πνεύμα της ουδετερότητας για να ενώσουν τους διχασμένους Ελβετούς. Έτσι διαδόθηκε η εικόνα του ελβετικού Sonderfall κι επικράτησε η ιδέα ότι η Ελβετία σώθηκε από τη φρίκη του πολέμου χάρη στην ουδετερότητά της. Πρόκειται σίγουρα για ένα μύθο, ο όποιος όμως διαμόρφωσε τη συλλογική φαντασία ενός ολόκληρου λαού.

Δοκιμασμένη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή η αμφίθυμη στρατηγική θα δείξει αργότερα την αποτελεσματικότητά της. Το 1920, για παράδειγμα, με την προσχώρηση της στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), η Ελβετία εξασφάλισε αμέσως ένα ειδικό καθεστώς. Με επίσημη διακήρυξη, η ΚτΕ απάλλαξε τη χώρα από στρατιωτικές υποχρεώσεις που προέβλεπε η Συνθήκη, όπως τη συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις και τη διέλευση στρατευμάτων από το έδαφός της. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ενώ η Ελβετία δεν εξαιρέθηκε από τη συμμετοχή στις οικονομικές κυρώσεις που είχε αποφασίσει η ΚτΕ, το 1935 η ελβετική κυβέρνηση τις εφάρμοσε μόνο εν μέρει κατά της φασιστικής Ιταλίας μετά την επίθεσή της κατά της Αιθιοπίας, και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αναγνώρισε την ιταλική κυριαρχία στο έδαφος της Αιθιοπίας.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, άνοιξε ένα πιο ευνοϊκό πεδίο για αυτούς τους ελιγμούς, οι οποίοι εκείνη την εποχή έφτασαν σε ένα είδος κορύφωσης. Η Ελβετία ενώ διακήρυττε επίσημα την ουδετερότητά της, στήριζε την οικονομία της ευνοώντας το εμπόριο με τους εμπόλεμους.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελβετία στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της και της προοπτικής συμμετοχής της σε διεθνείς οργανισμούς, εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ πολιτικών διεθνών οργανισμών, οι σκοποί των οποίων δεν θεωρούνταν συμβατοί με την αρχή της ουδετερότητας, και τους διεθνείς οργανισμούς τεχνικού χαρακτήρα. Με βάση αυτόν τον διαχωρισμό οι Ελβετοί απέρριψαν με δημοψήφισμα την ένταξη στον ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, που χαρακτηρίζονταν ως «πολιτικοί» οργανισμοί, ενώ το 1948, η Ελβετία έγινε πλήρες μέλος του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), που ήταν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ.

Παρότι η Ελβετία είχε εναντιωθεί στη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς πολιτικού χαρακτήρα, αναδείχθηκε σε σημαντικό παράγοντα στην αποτροπή εντάσεων και στην ειρηνική επίλυση διεθνών διαφορών. Προσέφερε συστηματικά τις καλές της υπηρεσίες, προσέφερε άσυλο σε πρόσφυγες, συμμετείχε στην εκκένωση του άμαχου πληθυσμού από την πολιορκημένη πόλη του Στρασβούργου κατά τη διάρκεια του γαλλογερμανικού πολέμου, υποδέχθηκε τις αυστριακές μονάδες που εκδιώχθηκαν από την Ιταλία, και το 1871 τους Γάλλους στρατιώτες υπό τις διαταγές του Στρατηγού Bourbaki και στη συνέχεια ανέπτυξε κανόνες για τον εγκλεισμό ξένων στρατευμάτων σε ουδέτερο έδαφος, οι οποίοι επικυρώθηκαν το 1874 στη διάσκεψη των Βρυξελλών. Προσφέρθηκε επίσης να λειτουργήσει ως προστάτιδα δύναμη, αναλαμβάνοντας τη διπλωματική εκπροσώπηση των συμφερόντων εμπόλεμων κρατών καθώς και των υπηκόων τους. Συμμετείχε στην ανάπτυξη διαδικασιών διαιτησίας για την ειρηνική επίλυση διαφορών (διαιτησία Αλαμπάμα). Επιπλέον στέγασε πρόθυμα την έδρα διεθνών συνεδρίων και οργανισμών. Μία από τις σημαντικότερες ενέργειές της ήταν η ίδρυση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και η σύγκληση της διπλωματικής διάσκεψης του 1864 που έθεσε τα θεμέλια των Συμβάσεων της Γενεύης και του ανθρωπιστικού δικαίου σε περιόδους πολέμου.

6: Η κωδικοποίηση του δικαίου της διεθνούς ουδετερότητας

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η έννοια της ουδετερότητας βασιζόταν ως επί το πλείστον σε κανόνες διεθνούς εθιμικού δικαίου. Η εδραίωσης της έννοιας υλοποιήθηκε με την κωδικοποίηση του δικαίου περί ουδετερότητας με τις Συμβάσεις της Χάγης του 1907. Αυτές ορίζουν ότι απαγορεύεται στους ουδέτερους να διαθέτουν στρατεύματα και βάσεις επιχείρησης στους εμπόλεμους, να επιτρέπουν τη διέλευση ξένων στρατευμάτων, να πωλούν κρατικό πολεμικό υλικό, να εγγυώνται πολεμικές πιστώσεις και να διαβιβάζουν στρατιωτικές πληροφορίες. Τους υποχρεώνουν επίσης να αντιστέκονται σε πράξεις που είναι αντίθετες στην ουδετερότητά τους, οι οποίες διαπράττονται στο έδαφός τους από τους εμπόλεμους και να τους αντιμετωπίζουν ισότιμα σε περιπτώσεις εξαγωγής ή διαμετακόμισης πολεμικού υλικού από ιδιώτες.

Από την πλευρά τους, οι εμπόλεμοι πρέπει να σέβονται την ουδετερότητα και να απέχουν από οποιαδήποτε παραβίαση εδάφους.

Οι Συμβάσεις της Χάγης προβλέπουν επίσης ότι μια ουδέτερη δύναμη διατηρεί το δικαίωμα να συναλλάσσεται με τους εμπόλεμους (με τις εξαιρέσεις που αναφέρονται), να παρέχει άσυλο σε πρόσφυγες και σε στρατεύματα που ανήκουν στους εμπόλεμους στρατούς και να καταφεύγει σε ένοπλη δύναμη για να αποκρούσει επιθέσεις κατά της ουδετερότητάς της. Αν δεχθεί επίθεση, απαλλάσσεται από την απαγόρευση να κάνει συμμαχίες.

7: Η ρευστότητα της έννοιας «ελβετική ουδετερότητα» τον 20ο αιώνα

Η ίδρυση της ΚτΕ το 1920 άνοιξε μια περίοδο κατά την οποία η Ελβετία ακολούθησε ενεργή εξωτερική πολιτική. Το άρθρο 435 της Συνθήκης των Βερσαλλιών αναγνώρισε το 1919 την ελβετική ουδετερότητα με σκοπό «τη διατήρηση της ειρήνης». Το Συμβούλιο της ΚτΕ επιβεβαίωσε αυτή την αναγνώριση στη διακήρυξη του Λονδίνου της 13ης Φεβρουαρίου 1920, η οποία αναγνώρισε επίσης το ειδικό καθεστώς της Ελβετίας. Έτσι, ως μέλος της ΚτΕ, εξαιρέθηκε από τη συμμετοχή της σε στρατιωτικές κυρώσεις, αλλά όχι από οικονομικές. Η Ελβετία δεν απέφυγε τις πολιτικά ευαίσθητες εντολές, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της γερμανο-πολωνικής σύγκρουσης στην Άνω Σιλεσία ή στο ζήτημα του δημοψηφίσματος του Σάαρ. Στις 14 Μαΐου 1938, με απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ, η Ελβετία επανήλθε στο καθεστώς της «αυστηρής ουδετερότητας», το οποίο την απάλλαξε από την εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων, όπως αυτές που αποφασίστηκαν κατά της Ιταλίας όταν επιτέθηκε το 1935 στην Αιθιοπία.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελβετία, της οποίας η ύπαρξη απειλούνταν, φοβόταν μια επίθεση από τις δυνάμεις του Άξονα. Ωστόσο, η συνοχή μεταξύ των γλωσσικών περιοχών της Ελβετίας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, παρότι οι εμπόλεμοι δεν σεβάστηκαν πάντα το δίκαιο της ουδετερότητας. Ενδεικτικά, η Γερμανία απαίτησε περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου και της γνώμης, στο πλαίσιο της «αυστηρής ουδετερότητας» και προς το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ επέβαλαν ουσιαστικά τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων της Ελβετίας με τη Γερμανία. Επίσης, και οι δύο εμπόλεμες πλευρές παραβίασαν επανειλημμένα τον ελβετικό εναέριο χώρο.

Στο τέλος του πολέμου η έννοια της ουδετερότητας είχε αποκτήσει κακή φήμη. Έτσι, όταν ιδρύθηκε ο ΟΗΕ, η Γαλλία και άλλες χώρες ήθελαν να αποτρέψουν την ένταξη ουδέτερων κρατών, καθώς ορισμένοι νομικοί υποστήριζαν ότι το διεθνές δίκαιο της ένοπλης σύγκρουσης και επομένως το δίκαιο της ουδετερότητας δεν είχαν πλέον λόγους ύπαρξης. Η άποψη αυτή δεν επικράτησε κι έτσι από το 1946 ουδέτερα κράτη άρχισαν να γίνονται μέλη του ΟΗΕ. Στο Μνημόνιο της Μόσχας (1955), η Αυστρία δήλωσε έτοιμη να τηρήσει μόνιμη ουδετερότητα παρόμοια με αυτή της Ελβετίας.

Σε δύο εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν το 1964 και το 1966, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών έδωσε στις συμφωνίες σχετικά με την ελβετική ουδετερότητα το καθεστώς των στοιχείων του διεθνούς εθιμικού δικαίου, δεσμευτικού για όλα τα κράτη.

Η τελική πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ, από το 1995) επιβεβαίωσε το 1975 σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη το «δικαίωμα στην ουδετερότητα». Αξιοσημείωτο είναι ότι στη ΔΑΣΕ τα ουδέτερα και τα αδέσμευτα κράτη έπαιξαν σημαντικό ρόλο μεσολαβητών στη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης.

Μολονότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν πόλεμος μεταξύ κρατών με την έννοια του δημόσιου διεθνούς δικαίου, βάσει του δικαίου της ουδετερότητας, και παρόλο που οι υποχρεώσεις σε καιρό ειρήνης περιορίζονται στη μη επίθεση, στην απαγόρευση σύναψης συμμαχιών και στην παροχή σημείων υποστήριξης σε ξένα στρατεύματα, οι ομοσπονδιακές αρχές και ορισμένοι οικονομικοί κύκλοι κατέστησαν την ουδετερότητα κρατικό δόγμα.

Μετά τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ το 1989 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, η θέση της Ελβετίας στο νέο διεθνές πλαίσιο αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμών που καταγράφηκαν σε επίσημες εκθέσεις. Τα κείμενα αυτά υποστήριζαν την προοπτική της ανεξαρτησίας υιοθετώντας μια πολυδιάστατη θεώρηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής και τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ουδετερότητας.

Η ένταξη στην ΕΕ, από στρατηγικός στόχος μετατράπηκε σταδιακά σε μια απλή επιλογή για την Ελβετία, η οποία, χωρίς να αποσύρει την αίτηση που κατατέθηκε το 1992, ευνόησε ωστόσο τον πολλά υποσχόμενο δρόμο των διμερών συμφωνιών.

Το Σύνταγμα του 1999 επιβεβαίωσε τη διεύρυνση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής, αλλά συνέχισε να αναφέρει την ουδετερότητα μόνο στα άρθρα που αφιερώνονται στις αρμοδιότητες των ομοσπονδιακών αρχών. Το 2001, ο λαός ενέκρινε με δημοψήφισμα ότι οι Ελβετοί εθελοντές που συμμετέχουν σε ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ μπορούν να είναι οπλισμένοι, εξαιρουμένης κάθε συμμετοχής σε μάχη. Παλαιότερα, η Ελβετία είχε στείλει άοπλους στρατιώτες στη Δυτική Σαχάρα, τη Ναμίμπια, τη Βοσνία και το Κόσοβο.

Το 2002, ο λαός αποφάσισε η Ελβετία να γίνει μέλος του ΟΗΕ. Στην αίτηση του για ένταξη, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο επέμεινε στην ουδετερότητα. Καθώς οι κανόνες σ’ αυτόν τον τομέα δεν είχαν αναθεωρηθεί από το 1907, όταν δεν υπήρχε ακόμη παγκόσμιος οργανισμός συλλογικής ασφάλειας, το διεθνές δίκαιο ήταν ελλιπές. Ο ΟΗΕ, η Ελβετία και όλα τα άλλα ουδέτερα κράτη θεωρούν ωστόσο ότι η συμμετοχή στον ΟΗΕ είναι συμβατή με την ουδετερότητα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ του 2003, η Ελβετία προτίμησε να παραμείνει ουδέτερη, καθώς η απόφαση για επέμβαση δεν ελήφθη από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά από μεμονωμένα κράτη μέλη του Συμβουλίου.

Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, η Ελβετία αποφάσισε να συνταχθεί με τα κράτη που στηρίζουν τις επιλογές του ΝΑΤΟ και του Κιέβου, συμμετέχει στο εμπάργκο κατά της Ρωσίας, αλλά αρνείται όχι μόνο την αποστολή στρατιωτών και στρατιωτικού υλικού στο Κίεβο, αλλά και την μεταπώληση στην Ουκρανία ελβετικών οπλικών συστημάτων από τρίτες χώρες.

Με βάση τα ανωτέρω επιβεβαιώνεται ότι το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας «ελβετική ουδετερότητα» χαρακτηρίζεται διαχρονικά από ρευστότητα, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτελεί συνειδητή επιλογή, παρά τις όποιες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Αυτή η ρευστότητα χρησίμευσε στην αναζήτηση λύσεων, ισορροπιών, συμβιβασμών με απώτερο σκοπό τον διακαή πόθο του ελβετικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, ανεξαρτήτως των όποιων γλωσσικών και θρησκευτικών επιλογών του.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Σπύρου Καλογερόπουλου-Στράτη, Διεθνές Δημόσιον Δίκαιον, Εκδόσεις Β. Παπαζήση, Αθήνα,1963

Mario Bettati, Le Droit de la guerre, Εκδόσεις Odile Jacob, Παρίσι, 2016

Hans Ulrich Jost, «Origines, interprétations et usages de la neutralité helvétique» στο La contemporaine « Matériaux pour l’histoire de notre temps », τ. 2009/1, αριθμ. 93 (τελευταία προσπέλαση στις 7-4-2023 στο https://www.cairn.info/revue-materiaux-pour-l-histoire-de-notre-temps-2009-1-page-5.htm).

Marc Perrenoud. « L'économie suisse et la neutralité à géométrie variable » στο Matériaux pour l’histoire de notre temps, τ. 93, αριθμ. 1, 2009, pp. 77-86 (τελευταία προσπέλαση στις 7-4-2023 στο https://www.cairn.info/revue-materiaux-pour-l-histoire-de-notre-temps-2009-1-page-77.htm)

Nicolas Politis, La Neutralité et la paix, Εκδόσεις Librairie Hachette, Παρίσι, 1935

Alois Riklin, «Neutralité » στο Dictionnaire historique de la Suisse (DHS), έκδοση της 9ης Νοεμβρίου 2010, μετάφραση από τα Γερμανικά (τελευταία προσπέλαση στις 7-4-2023 στο https://hls-dhs-dss.ch/fr/articles/016572/2010-11-09/ ).




Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

"Καποδίστριας & Ντυφούρ : Εκεί όπου η Κέρκυρα συναντά την Ελβετία" / "Kapodistrias & Dufour : là où Corfou rencontre la Suisse"

Συντάκτριες: 

Ευσταθία Αμυγδαλά, Άννα Τσούση & Αικατερίνη - Ραφαέλα Ψυλοπούλου, φοιτήτριες στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου

(1) Μετάφραση στα Ελληνικά ομιλίας η οποία πραγματοποιήθηκε στα Γαλλικά στο πλαίσιο εκδήλωσης την οποία συνδιοργάνωσαν οι Πρεσβείες της Γαλλίας και της Ελβετίας στην Αθήνα και η Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Ιονίων Νήσων στις 6 Μαΐου 2023 στην Αίθουσα Τελετών της Φιλαρμονικής Εταιρείας Μάντζαρος.

Το ίδιο κείμενο παρουσιάστηκε από τις φοιτήτριες σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Μουσείο Καποδίστρια στην Αίθουσα της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας παρουσία εκπροσώπων της Fondation Hardt και του Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας της Γενεύης. 



Ελβετική ουδετερότητα και Ελβετική Συνομοσπονδία

Ξεκινώντας την παρουσίασή μας, επιθυμούμε να πούμε λίγα λόγια για την Ελβετία και την έννοια της ουδετερότητας. Η γένεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας συντελείται την 1η Αυγούστου του 1291, ημερομηνία κατά την οποία τα καντόνια Ούρι, Σβυτς και Ούντεβαλτ υπογράφουν το Ομοσπονδιακό Σύμφωνο (Pacte fédéral). Η ημερομηνία αυτή χαρακτηρίζεται, πλέον, ως εθνική γιορτή των Ελβετών. 

Ο όρος «ουδετερότητα» κάνει την εμφάνισή του σε ελβετικά έγγραφα τον 16ο αιώνα. Τότε, όμως, αφορούσε μεμονωμένα καντόνια και όχι την Ελβετία ως κρατική οντότητα, καθώς δεν υφίστατο ακόμη ως τέτοια. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης, αρχίζουν να διαμορφώνονται οι σχέσεις μεταξύ των καντονιών, αλλά και οι σχέσεις τους με ηγεμόνες όμορων κρατικών μορφωμάτων. Πράγματι, παρότι οι σχέσεις αυτές διακόπτονταν από περιόδους έντασης και εμπολέμων καταστάσεων, κυρίως λόγω της θέσης της χώρας στο κέντρο της Ευρώπης, συνέβαλαν στην ίδρυση και τη διασφάλιση της ύπαρξης της Συνομοσπονδίας και είναι αυτές οι οποίες οδήγησαν στη σταδιακή διαμόρφωση της μεταγενέστερης έννοιας της ουδετερότητας των ελβετικών καντονιών. 

Η σταδιακή καλλιέργεια της αρχής της ουδετερότητας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας των Ελβετών. Οι Ελβετοί θεωρούν ότι η ελβετική ουδετερότητα αποτελεί μια απολύτως θεμιτή και νόμιμη στάση μιας μικρής χώρας έναντι των μεγάλων δυνάμεων που επιθυμούσαν, και ίσως επιθυμούν, να ελέγξουν αυτό το στρατηγικής σημασίας έδαφος της ευρωπαϊκής ηπείρου κι ένας έξυπνος τρόπος για την προάσπιση των συμφερόντων της χώρας.

Η πορεία αυτή διακόπηκε με την κατάληψη της Ελβετίας από τους Δημοκρατικούς  Γάλλους το 1798, οι οποίοι διέλυσαν τη Συνομοσπονδία και ίδρυσαν την Ελβετική Δημοκρατία, ένα ενιαίο και συγκεντρωτικό κράτος κατά τα πρότυπα της Γαλλικής Δημοκρατίας. 

Αυτά συνέβαιναν την περίοδο κατά την οποία οι Δημοκρατικοί Γάλλοι είχαν θέσει τα Επτάνησα υπό τον έλεγχο τους μετά τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (1797) και είχαν συστήσει στα Ιόνια Νησιά τρεις γαλλικούς νομούς. Ένα χρόνο αργότερα, οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρα και εξανάγκασαν τους Γάλλους να την εγκαταλείψουν. 

Την ίδια εποχή, οι Ελβετοί ήταν διχασμένοι. Άλλοι ακολουθούσαν τους Γάλλους, όπως ο τότε Λοχαγός, κι αργότερα Στρατηγός, Γκιγιώμ-Ενρί Ντυφούρ, πολύ σημαντική φυσιογνωμία της ελβετικής ιστορίας, ο οποίος υπηρετούσε στη Φρουρά της Κέρκυρας επί Αυτοκρατορικών Γάλλων και για τον οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Άλλοι πάλι έδειχναν πρόθυμοι να πάρουν το μέρος των Συμμάχων που πολεμούσαν κατά των Γάλλων.

Με την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Ελβετία ξέσπασε στη χώρα εμφύλιος πόλεμος. Η Δημοκρατία της Ελβετίας συνθηκολόγησε με τους οπαδούς της Συνομοσπονδίας στις 18 Σεπτεμβρίου 1802. Ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης, έχοντας να αντιμετωπίσει συνεχείς εσωτερικές αναταραχές, αναγκάστηκε, το 1803, να επιβάλει ένα νέο σύνταγμα, την Πράξη Διαμεσολάβησης (Acte de Médiation), με την οποία η Ελβετία έγινε και πάλι συνομοσπονδία, αποτελούμενη από δεκαεννέα καντόνια.

Έτσι, φτάνουμε σιγά σιγά στον Αύγουστο του 1814, όταν στο πλαίσιο των διεργασιών του Συνεδρίου της Βιέννης, χάρη στην  άψογη συνεργασία του Ιωάννη Καποδίστρια με τον Pictet de Rochemont, εκπρόσωπο της Γενεύης, υιοθετείται το Σύνταγμα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, επιτυγχάνεται η προσχώρηση του καντονίου της Γενεύης στην Ελβετική Συνομοσπονδία, εξασφαλίζεται η εγγύηση της ακεραιότητας και του απαράβατου των εδαφών της και η αναγνώριση της μόνιμης ουδετερότητάς της. Παράλληλα, υιοθετούνται τα συντάγματα των καντονιών και διασφαλίζεται η μεταξύ τους ισορροπία.

Οι σχέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια με την Ελβετία

Η Ελβετία αποτελεί ορόσημο στη σταδιοδρομία του Ιωάννη Καποδίστρια και στην ανάδειξη και εδραίωση της διπλωματικής φήμης του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Χάρη σ’ αυτή τη φήμη  κατέλαβε το ύπατο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου και αργότερα, εξελέγη Κυβερνήτης της  Ελλάδας.

Η διαμονή του Καποδίστρια στην Ελβετία πραγματοποιήθηκε σε δύο περιόδους:

• Η πρώτη χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 1813 έως τον Οκτώβριο του 1814, όταν σε αναγνώριση της αξίας του και των ως τότε λαμπρών υπηρεσιών του επιφορτίσθηκε προσωπικά από τον Ρώσο Αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α’ με τη δυσχερέστατη αποστολή να χειρισθεί ως εκπρόσωπος της Ρωσίας το οξύ ελβετικό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής συνέβαλε – παρά τις αντιδράσεις της Αγγλίας,  της Αυστρίας και της Πρωσίας– αποφασιστικά στην εσωτερική ειρήνευση της ταραγμένης τότε χώρας, την εξασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας και λίγο αργότερα στη διεθνή αναγνώριση της ουδετερότητάς της. Άμεση συνέπεια της επιτυχίας της αποστολής του στην Ελβετία ήταν να συμπεριληφθεί στην αντιπροσωπεία που εκπροσώπησε τη Ρωσία στο Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) κι αργότερα στο Παρίσι και να διαδραματίσει γενικότερα πρωτεύοντα ρόλο στο ευρωπαϊκό διπλωματικό στερέωμα.

• Η δεύτερη περίοδος παραμονής του στην Ελβετία χρονολογείται από το 1822 έως το 1827 οροθετείται από την υποβολή της παραίτησής του από το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας μέχρι την εκλογή του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας.

Παρά την επιθυμία του να επιστρέψει στην Κέρκυρα και την οικογένειά του, αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της αντίδρασης της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία είχε επιτύχει την κυριαρχία της επί των Ιονίων Νήσων κατά το Συνέδριο της Βιέννης. Ο Καποδίστριας, με τη σύμφωνη γνώμη του Τσάρου, εγκαθίσταται στη Γενεύη τη δεύτερη πατρίδα του, όπως την χαρακτηρίζει.

Η διπλωματική αποστολή του Καποδίστρια στην Ελβετία (1813-1814)

Η πρώτη περίοδος της παραμονής του Καποδίστρια στην Ελβετία είναι η πλέον σημαντική, διότι η επιτυχής εμπλοκή του στη διευθέτηση του ακανθώδους για τις τότε ευρωπαϊκές ισορροπίες προβλήματος, αποτελεί ουσιαστικά το όχημα για την περαιτέρω θεαματική πορεία του.

Κύριοι στόχοι της αποστολής του ήταν: 

1ον η απόσπαση της Ελβετίας από τη γαλλική κηδεμονία, 

2ον η αποκατάσταση της ενότητας και της ειρήνευσης της χώρας και 

3ον η θέσπιση νέου ομοσπονδιακού καταστατικού χάρτη.

Δύο απεσταλμένοι των συμμάχων ο Βαρόνος Lebzeltern και ο Καποδίστριας, έφυγαν από την Φρανκφούρτη με διαβατήρια που τους εμφάνιζαν ως εμπόρους με τα ψευδώνυμα Leipold και Conti και κάτω από τις αντίξοες συνθήκες έφτασαν στο Schaffhausen στις 15 Νοεμβρίου 1813 και στις 9 μ.μ. στην Ζυρίχη, όπου η Δίαιτα συνεδρίαζε εκτάκτως για να λάβει μέτρα περιφρούρησης της ουδετερότητας του εδάφους της Ελβετίας. Ακολούθησαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις των δύο διπλωματών (των οποίων την πραγματική ταυτότητα είχε εν τω μεταξύ αποκαλύψει η Allgemeine Zeitung) με την ελβετική ηγεσία, προκειμένου να την πείσουν να αποδεσμευτεί από τη γαλλική επιρροή.

Η διακήρυξη έγινε αποδεκτή από την Ελβετική Δίαιτα στις 27 Μαΐου κι έτσι πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα των Ελβετών και του Καποδίστρια για την ακεραιότητα, ανεξαρτησία και εγγυημένη διαρκή ουδετερότητα της Ελβετίας, προς διασφάλιση των γενικότερων ευρωπαϊκών συμφερόντων.

Η δεύτερη διαμονή του Καποδίστρια στη Γενεύη (1822-1827)

H επιθυμία του Καποδίστρια ήταν να επιστρέψει στην Κέρκυρα. Εν τούτοις, η επίσημη αντίδραση της Αγγλίας στην παρουσία του στα Ιόνια Νησιά φοβούμενη ότι ως εκπρόσωπος της ορθόδοξης Ρωσίας θα ξεσήκωνε τους κατοίκους των νησιών να συμπαραταχθούν με τους υπόλοιπους Έλληνες, τον οδήγησε τελικά στη Γενεύη, της οποίας είχε ανακηρυχθεί από το 1816 επίτιμος δημότης (citoyen d’Honneur) για την ανεκτίμητη συμβολή του στην ενσωμάτωση της πόλης στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Η Δίαιτα κατάρτισε επί τέλους το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Μια αντιπροσωπεία, πήγε στη Βιέννη, για να ζητήσει την επικύρωση του από τους συμμάχους ηγεμόνες, καθώς και να ξαναδοθούν στην Ελβετία οι επαρχίες που κατείχαν ακόμα τα αυστριακά στρατεύματα.

Η εμπλοκή του Καποδίστρια στο ελβετικό ζήτημα, προκάλεσε, ως ήταν φυσικό, το έντονο ενδιαφέρον των μελετητών της ιστορίας της Ελβετίας και οι κρίσεις τους, βασισμένες στα διπλωματικά έγγραφα και κείμενα των πρωταγωνιστών της εποχής και κυρίως στις εμβριθείς εκθέσεις και αναλύσεις του ιδίου του Κερκυραίου διπλωμάτη, είναι ιδιαίτερα θετικές. Η σημερινή Ελβετία τιμά ποικιλοτρόπως τον Καποδίστρια. 

Ο Στρατηγός Γκιγιώμ-Ενρί Ντυφούρ

Όπως υποσχεθήκαμε και στην αρχή της παρουσίασης, ήρθε η ώρα να αναφερθούμε σ’ ένα ακόμη σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας της Ελβετίας, που δεν είναι άλλο από τον Στρατηγό Γκιγιώμ-Ενρί Ντυφούρ. 

Για τους Ελβετούς ο Ντυφούρ αποτελεί σημαίνουσα προσωπικότητα καθώς υπήρξε ο κύριος συντελεστής της νίκης επί της Sonderbund, εμφυλίου πολέμου αποσχιστικού χαρακτήρα, τον Νοέμβριο του 1847, ήταν εκείνος που έφτιαξε τον πρώτο χάρτη της Ελβετίας, γνωστό και ως «χάρτη Ντυφούρ», υπήρξε συνιδρυτής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού κι ένας από τους διοικητές της κεντρικής ομοσπονδιακής στρατιωτικής σχολής της πόλης Τουν. 

Τέλος, αυτή η σημαίνουσα προσωπικότητα για τους Ελβετούς, ο οποίος τιμήθηκε στη χώρα του όσο ελάχιστοι, έδωσε το όνομά του στην ψηλότερη κορυφή των ελβετικών Άλπεων. 

Γιατί είναι όμως σημαντικός για την Κέρκυρα;

Στην αρχή της στρατιωτικής του καριέρας υπηρέτησε στην Κέρκυρα ως αξιωματικός του Μηχανικού του Γαλλικού Αυτοκρατορικού Στρατού, καθώς ο Ναπολέων Α΄ επιθυμούσε να έχει υπό την κατοχή του την Κέρκυρα, η οποία θα εξασφάλιζε στη Γαλλία τον έλεγχο της εισόδου της Αδριατικής.  Γι’ αυτό το σκοπό ξόδεψε σημαντικά ποσά και έστειλε τους καλύτερους τεχνικούς του στρατού. 

Όταν ο Ντυφούρ έφτασε στην Κέρκυρα με τον βαθμό του λοχαγού του Μηχανικού του Γαλλικού Στρατού, ανέλαβε αρκετές αποστολές. Εξ αυτών η σημαντικότερη υπήρξε η χαρτογράφηση της πόλης της Κέρκυρας, κατά την οποία εφάρμοσε για πρώτη φορά την τεχνική των ισοϋψών καμπυλών. Ο χάρτης αυτός έχει διασωθεί και παρουσιάστηκε στο κερκυραϊκό κοινό σε ειδική εκδήλωση για τον Ντυφούρ τον Ιούνιο του 2017. 

Επίσης, όταν το 1812 και 1813 οι σκαπανείς του γαλλικού στρατού υπό τις διαταγές του λοχαγού Ντυφούρ μετείχαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων νοτίως της πόλης της Κέρκυρας, εντόπισαν τμήματα του ναού της Αρτέμιδος στην Παλαιόπολη. Η Ελληνική Πολιτεία πραγματοποίησε συστηματική ανασκαφή στην περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα.

Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τον Ντυφούρ. Σε πολλά από αυτά γίνεται αναφορά στην παρουσία του στην Κέρκυρα. Στο τελευταίο, υπό τον τίτλο « Les sept Chats du Général Dufour » του Christian Marbach, αναδεικνύεται η αγάπη του για τις γάτες, οι οποίες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν στιγμές της ζωής του. Μία από αυτές, ο Ραμιναγκρομπίς, διηγείται με γλαφυρό τρόπο τη ζωή του Ντυφούρ στην Κέρκυρα. Απόσπασμα αυτού του κεφαλαίου κληθήκαμε να μεταφράσουμε στα Ελληνικά στο πλαίσιο εργαστηριακού μαθήματος μετάφρασης.

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή, είναι ευρέως γνωστό ότι οι δύο αυτές προσωπικότητες, τόσο ο Ντυφούρ όσο και ο Καποδίστριας, συνέβαλαν σημαντικά στην ιστορία της Ελβετίας και είναι άξιοι αναφοράς στις διπλωματικές μας σχέσεις μέχρι και σήμερα. Φυσικά, η σχέση τους με την Κέρκυρα είναι αδιαμφισβήτητη, όπως και η τιμητική σύνδεση που έχει αποκτήσει το νησί με την Ελβετία χάρη σε αυτούς. Έτσι, ο Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας, για να τιμήσει τον Ντυφούρ, έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να δώσει το όνομά του σε μία πλατεία κοντά στον χώρο όπου βρίσκονται τμήματα των οχυρώσεων που κτίστηκαν υπό την καθοδήγηση και τις εντολές του Ντυφούρ. 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία 

Πολίτης Μιχάλης «Η συμβολή του Καποδίστρια στη διαμόρφωση της ελβετικής ουδετερότητας», ανακοίνωση στην ημερίδα: Ο Ιωάννης Καποδίστριας και οι ιστορικοί δεσμοί των Ιονίων Νήσων με τη Γενεύη, Κέρκυρα, Σεπτέμβριος 2022. 

Συλλογικό, Dufour Guillaume-Henri, Τα χρόνια στην Κέρκυρα, 1810-1814. Έκδοση Φίλων Ιδρύματος «Μνήμη Albert Cohen Κέρκυρας», Κέρκυρα, 2017

Τριτάρης Κωνσταντίνος «Η συμβολή του Καποδίστρια στην εδραίωση της ανεξαρτησίας και ουδετερότητας της Ελβετίας» στο Διεθνείς σχέσεις, ιστορία και εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2011. 

Rhomaios Konstantinos. « Les premières fouilles de Corfou », στο Bulletin de correspondance hellénique. τ. 49, 1925. σσ. 190-218. 

Jost Hans Ulrich « Origines, interprétations et usages de la « neutralité helvétique», Matériaux pour l’histoire de notre temps, τ. 93, 1, 2009, σσ. 5-12.


Κυριακή 30 Απριλίου 2023

"Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών" (Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Τσουμάνη στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας)

 

Όταν ο φίλος μου, ο Κώστας Τσουμάνης, μου πρότεινε να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου του Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών δέχτηκα την πρότασή του με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, καθώς γνωρίζω από παλιά την αγάπη του για την Κέρκυρα, το πάθος του και τις προσπάθειές του για την ποιοτική αναβάθμιση του κερκυραϊκού τουρισμού. Ήταν ένα αντίδωρο σε έναν Ηπειρώτη που υιοθέτησε τον τόπο μας, τον έκανε δικό του και στον οποίο πρόσφερε όχι μόνο την καρδιά του αλλά και την επιστημονική του γνώση. Η χαρά μου αυτή έγινε ακόμη πιο μεγάλη όταν διαπίστωσα ότι τρεις από τις πέντε μεταφράστριες που συνεργάστηκαν μαζί του ήταν απόφοιτες του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, δύο δε από αυτές η Αγγελική Σιδηροπούλου και η Ελένη Ψαροκωστοπούλου ήταν επί τρία χρόνια φοιτήτριές μου.

Η πρωτοβουλία του Κώστα Τσουμάνη να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο μαρτυρίες ξένων περιηγητών για την Κέρκυρα αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην κερκυραϊκή βιβλιογραφία. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων ξένων περιηγητών που επισκέφτηκαν την Κέρκυρα στη διάρκεια των αιώνων. Άλλα εξ αυτών είναι μεταφρασμένα αποσπάσματα μεγαλύτερων κειμένων και άλλα αποτελούν συνθετική-περιληπτική παρουσίαση με ευθύνη του Κώστα Τσουμάνη. Στόχος του ήταν, αφού προβεί σε μια αναφορά στην ομηρική φιλοξενία στο νησί των Φαιάκων, να δει πώς και τι έβλεπαν οι ξένοι περιηγητές μέσα από τα δικά τους μάτια, μέσα από τα δικά τους πολιτισμικά και προσωπικά «φίλτρα» την Κέρκυρα ως γεωγραφικό τόπο, ως φορέα ιστορίας και πολιτισμού. Πολλοί τους θεωρούν ως προπομπούς του σύγχρονου τουρισμού, άλλοι ως τυχοδιώκτες σε αναζήτηση περιπετειών κι άλλοι θεωρούν ότι τα κείμενά τους χρησίμευαν τελικώς ως πηγή πληροφοριών για όσους είχαν βλέψεις στην Κέρκυρα και γενικότερα στα Επτάνησα.

Για να διευκολύνω τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου να καταλάβει το ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε αυτό το ρεύμα επισκεπτών/περιηγητών της Κέρκυρας, θα προβώ σε μια σύντομη και σχηματική παρουσίαση του ρεύματος αυτού όπως εμφανίστηκε στην Ευρώπη την τελευταία χιλιετία. Χρησιμοποιώντας το υλικό που παραθέτει ο Κώστας Τσουμάνης θα προσπαθήσω να αναδείξω και να ερμηνεύσω τις διαφορετικές – διαχρονικά- εικόνες/αναπαραστάσεις της Κέρκυρας που προβάλλονται μέσα από τα κείμενά των ξένων περιηγητών. Θα ικανοποιηθούμε ως Κερκυραίοι από τη μαγεία που προκαλεί η Κέρκυρα και θα εντυπωσιαστούμε από τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής που αποτυπώνουν στο χαρτί τους, αλλά θα εκπλαγούμε, αρκετοί μάλιστα δυσάρεστα, όταν διαπιστώσουμε ότι «ξένοι» επισκέπτες μας δεν ήταν –όπως και δεν είναι- «κουτόφραγκοι». Βλέπουν πράγματα που τους δυσαρεστούν, τα καταγράφουν και τα δημοσιεύουν. Όλα αυτά συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της «εικόνας» της Κέρκυρας ανά τους αιώνες. Ενώ άλλοι τόποι, κατάφεραν να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν μια πολύ καλή εικόνα από την οποία αποκομίζουν ακόμη και σήμερα οφέλη, η εικόνα της Κέρκυρας αλλοιώνεται, φθίνει, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να αναζητούμε μια νέα ταυτότητα, μια νέα εικόνα, η οποία θα επιτρέψει στον τόπο να ανασάνει.

Αλλά ας δούμε πώς αναπτύχθηκε αυτό το ρεύμα ξένων περιηγητών που άρχισε δειλά-δειλά να επισκέπτεται την Κέρκυρα. Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές που επισκέφτηκαν την Κέρκυρα είναι άτομα που συνοδεύουν σταυροφόρους ή προσκυνητές που κατευθύνονται στους Αγίους Τόπους. Οι περιγραφές τους είναι λιτές και φανερώνουν μια έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για τον τόπο. Πρόκειται για άτομα προσηλωμένα στον ιερό τους σκοπό τα οποία δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό των τόπων που επισκέπτονται. Μην ξεχνάμε ότι οι σταυροφόροι που πέρασαν από τον ελλαδικό χώρο ελάχιστα σεβάστηκαν τον πολιτισμό μας και επεδίωξαν να ιδιοποιηθούν ό,τι έκριναν ότι ήταν πολύτιμο γι’ αυτούς. Το αίσθημα υπεροχής που τους διέκρινε, δεν τους επέτρεπε να γνωρίσουν, να σεβαστούν και να απολαύσουν αυτά που έβλεπαν.

Πρέπει να φτάσουμε στα τέλη του 15ο αιώνα και τις αρχές του 16ου, εποχή που συμπίπτει με την αρχή της Αναγέννησης για να δούμε μια διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι περιηγητές που επισκέπτονται την Κέρκυρα μπορεί να οδεύουν ως επί το πλείστον προς τους Αγίους Τόπους, αλλά μετερχόμενοι της Παιδείας της Αναγέννησης αναζητούν νέους / άλλους τόπους, άλλους πολιτισμούς. Χαρακτηριστικό ορισμένων κειμένων είναι η λεπτομερής αναφορά σε τοποθεσίες και σε συνήθειες.

Με μια μικρή χρονική καθυστέρηση κάνουν την εμφάνισή τους στην Κέρκυρα περιηγητές τους οποίους θα εντάσσαμε στην καινούργια για την εποχή τάση η οποία χαρακτηρίζει τους περιηγητές που ταξιδεύουν αρχικώς στην Ευρώπη και στη συνέχεια προς την Ανατολή από διανοουμενίστικη περιέργεια. Ο Montaigne γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτή η άσβεστη διάθεση των νέων και άγνωστων πραγμάτων εμφυσά μέσα μου την επιθυμία των ταξιδιών και δεν γνωρίζω κανένα καλύτερο σχολείο διαπαιδαγώγησης από το να προτείνεις στον εαυτό σου αδιάλειπτα την πολυμορφία άλλων τρόπων ζωής και να τον κάνεις να τη γευτεί».

Αυτά τα ταξίδια συντελούν στη διαμόρφωση της έννοιας του «tour», της περιήγησης που πραγματοποιούσαν αρχικώς Άγγλοι αριστοκράτες και πλούσιοι αστοί στα σημαντικότερα θέρετρα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επρόκειτο για διαδρομές που προέβλεπαν σταθμούς στο Παρίσι, την Κυανή Ακτή και αναλόγως είτε επιστροφή μέσω Ελβετίας είτε προεκτείνονταν προς την ιταλική Ριβιέρα, τη Ρώμη και τη Νάπολι. Μια παραφυάδα αυτών των ρευμάτων κατευθύνεται προς τα Επτάνησα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως θρησκευτικός εχθρός, αλλά ως ένας τόπος ικανός να προσφέρει πολλές συγκινήσεις και να ικανοποιήσει την περιέργεια των επισκεπτών της. Σ΄ αυτούς τους περιηγητές συγκαταλέγεται και ο Seigneur de Villamont, ιππότης του Τάγματος της Ιερουσαλήμ, ο οποίος ξεκίνησε, όπως γράφει ο ίδιος στο έργο του Les voyages du Seigneur de Villament, το οποίο επανεκδόθηκε 25 φορές μεταξύ 1595 και 1620, έφτασε μέχρι την Αίγυπτο «μόνο από περιέργεια για να δει και να μάθει».

Κάνοντας μια έρευνα για την ταυτότητα των περιηγητών διαπιστώνουμε ότι πολλοί εξ αυτών δεν ήταν τυχαίοι.

Ο Pietro Casola, που επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1494, ήταν ευγενής από το Μιλάνο, ο οποίος στο τέλος της ζωής του τιμήθηκε από τον Πάπα Παύλο Β’ για την προφορά του στην Καθολική Εκκλησία. Το έργο του Pellegrinaggio a Gerusalemme nell'Anno 1494 (Προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ το 1494) σίγουρα εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως για τις πληροφορίες που παρέθετε στους αναγνώστες του και τους επόμενους επισκέπτες των Αγίων Τόπων. «Καταγράφει», όπως αναφέρει ο Τσουμάνης «όλα τα επεισόδια της ημέρας… Παρατηρεί τα πάντα: κτήρια και ανθρώπους. Συγκεντρώνει στοιχεία για την οικονομία, την παραγωγή …»

Επίσης, την Κέρκυρα επισκέφτηκαν προσωπικότητες όπως ο Charles de Saint Maure, δούκας του Montausier, έμπιστος του Λουδοβίκου του ΙΔ΄ που είχε αναλάβει την εκπαίδευση του γιού του Louis de France, o γνωστός τυχοδιώκτης και γυναικοκατακτητής Giovanni Giacomo Casanova και πολλοί άλλοι.

Έχουμε όμως και ιδιαιτέρως αναλυτικές μαρτυρίες ατόμων με εξέχουσες θέσεις στην τοπική κοινωνία, όπως αυτές του André Grasset Saint-Sauveur, ο οποίος το 1781, σε ηλικία 30 χρόνων, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα του πατέρα του, Προξένου της Γαλλίας στα Επτάνησα. Το 1789 έγινε ο ίδιος υποπρόξενος και διαδέχθηκε τον πατέρα του. Σ’ αυτή τη θέση έμεινε μέχρι το 1798, δηλαδή μέχρι και την έλευση των Δημοκρατικών Γάλλων στην Κέρκυρα. Από τις περιγραφές του προκύπτει ότι γνώριζε πάρα πολύ καλά τον τόπο και τους ανθρώπους κι έτσι πρόσφερε στους αναγνώστες του πολλές πληροφορίες όχι μόνο για την Κέρκυρα, αλλά και γενικότερα για τα Επτάνησα. Έχω την αίσθηση, ότι το έργο του Voyage/Historique, Littéraire/et Pittoresque/dans/les iles et possessions/ci-devant vènitiennes du Levant;/savoir:/Corfou, Paxo, Bucintro, Parga, Prevesa, Vonizza, Sainte-Maure, Thiaqui, Céphalonie, Zante, Strophades, Cerigo et Cérigotte, αποτελεί ένα κείμενο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Πρέπει όμως να έχει συντάξει ως Πρόξενος της Γαλλίας πολλές εκθέσεις και επιστολές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τις Γαλλικές Αρχές ενόψει της αφίξεως των Δημοκρατικών Γάλλων στα Επτάνησα.

Τον 18ο και 19ο αιώνα εμφανίζεται ένα καινούργιο ρεύμα περιηγητών, εμπνευσμένων από το ρεύμα του ρομαντισμού, που αποσκοπεί να γνωρίσει τους τόπους στους οποίους διαδραματίστηκε η Οδύσσεια. Η Κέρκυρα, το νησί των Φαιάκων, προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ταξιδιωτών της εποχής. Η γνωστότερη όλων, η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, η οποία το 1861 κατασκευάζει το «Αχίλλειο», εκφράζει τη λατρεία της για τον ελληνικό πολιτισμό και ιδιαίτερα για το μυθικό ήρωα Αχιλλέα. Λίγα χρόνια μετά τη δολοφονία της, το 1907, ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄ αγοράζει το Αχίλλειο στο οποίο έμενε κάθε χρόνο ένα μήνα μέχρι το 1914. Την ίδια περίοδο, η Κέρκυρα προσελκύει όλο και περισσότερους επισκέπτες που επεδίωκαν να γνωρίσουν το νησί των Φαιάκων, τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

Εάν είχε γίνει σωστή αξιοποίηση της «εικόνας» της Κέρκυρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κι εάν είχε γίνει σωστή αξιοποίηση της ανάπτυξης των θαλασσίων μεταφορών, η Κέρκυρα θα μπορούσε ακόμη και σήμερα να απολαμβάνει όσα, ή τουλάχιστον ανάλογα, με αυτά που απολαμβάνουν πόλεις της Κυανής Ακτής και της Ιταλικής Ριβιέρας. Δυστυχώς, η έλλειψη πρόθεσης για αξιοποίηση αυτού του τουριστικού ρεύματος της εποχής από τις Αρχές του τόπου σε συνδυασμό με την έλλειψη παιδείας, αλλά και τρόπων από την πλευρά του απλού κόσμου, προκάλεσαν βλάβη στην εικόνα αυτή της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα η Κέρκυρα να ξανατεθεί στο περιθώριο. Για παράδειγμα, ο Γάλλος About Edmond που επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1852 γράφει: «Σ’ ένα καφενείο λ.χ. ο ιδιοκτήτης δεν νιώθει καμία ντροπή όταν ένας Γάλλος και ένας Έλληνας έχουν πιεί τον ίδιο καφέ στο ίδιο τραπέζι κι όταν πάνε να πληρώσουν μαζί ο Γάλλος πληρώνει δύο φράγκα ενώ ο Έλληνας πληρώνει ένα φράγκο». Και λίγο πιο κάτω γράφει «Οι Έλληνες, όπως και οι Τούρκοι δεν έχουν συναίσθηση της απόλυτης αξίας. Θεωρούν ότι η τιμή ενός αντικειμένου ή μιας υπηρεσίας καθορίζεται από τη μιζέρια του πωλητή και την περιουσία του αγοραστή». Λόγια καθόλου κολακευτικά για μας, αλλά, παρ’ όλα αυτά πικρές αλήθειες τις οποίες ζούμε και σήμερα. Ένας άλλος, το 1965, ο βρετανός Joseph Braddock σε κάποιο σημείο της αφήγησής του αναφέρεται σε μια κερκυραϊκή παροιμία. Σύμφωνα μ’ αυτή «Τις γυναίκες πρέπει να τις κτυπάς όπως και τις ελιές. Ωστόσο στην Κέρκυρα ούτε οι γυναίκες ούτε οι ελιές τυγχάνουν ραβδισμού – εξ αιτίας της απίστευτης τεμπελιάς που χαρακτηρίζει τους πάντες». Σε ένα άλλο σημείο, αναφερόμενος στις Μπενίτσες γράφει: «Η εικόνα που αντικρίσαμε ήταν απογοητευτική. Το μικρό λιμάνι, με τις χρωματιστές βάρκες, ήταν πιο βρώμικο από ό,τι το θυμόμασταν» Δεν θα σχολιάσω τον παραλληλισμό γυναικών-ελιών. Θα σημειώσω όμως ότι ο Joseph Braddock υπήρξε πολυγραφότατος, τα δε βιβλία του μπορείτε να τα αποκτήσετε μέσω του πολύ γνωστού ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου Amazon. Αυτό σημαίνει ότι τα κείμενά του υπάρχουν, έχουν δημοσιευτεί και διαβάζονται από όσους γνωρίζουν τη γλώσσα του Σαίξπηρ. Εάν κάνω αναφορά στα αρνητικά σχόλια που παραθέτουν οι περιηγητές το κάνω όχι μόνο γιατί τα εντόπισα στο βιβλίο δίπλα σε λίαν εγκωμιαστικά σχόλια άλλων περιηγητών, αλλά για να δώσω και μια εξήγηση στη συμβολή των σχολίων των επισκεπτών της Κέρκυρας στη διαμόρφωση της εικόνας που σχηματίζουν οι ξένοι για μας. Δεν είμαι αυτός που θα υποστηρίξει ότι πρέπει να προσαρμοζόμαστε στην εικόνα που θέλουν οι άλλοι για μας. Κάθε άλλο. Είχαμε και έχουμε να προσφέρουμε πολλά, από αυτά που οι άλλοι δεν έχουν. Θεωρώ όμως ότι μπορούμε, θα έλεγα επιβάλλεται, να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση της εικόνας που σχηματίζουν για μας. Το γραπτό κείμενο – είτε σε έντυπη είτε σε ψηφιακή μορφή- σε συνδυασμό με την εικόνα –είτε πρόκειται για φωτογραφία, είτε για κινηματογραφική ταινία, είτε για βίντεο, είτε για πίνακα ζωγραφικής, είτε για γελοιογραφία - λειτουργούν καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας ενός τόπου, ενός τουριστικού προορισμού. Ο σύγχρονος επισκέπτης της Κέρκυρας έχει στη διάθεση του περισσότερα μέσα απ’ ό,τι ο περιηγητής των προηγουμένων χρόνων. Σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, σε μια εποχή όπου η πληροφορία διαχέεται σε όλη την υφήλιο σε απρόβλεπτους χρόνους, η διαμόρφωση αλλά και η αναθεώρηση της εικόνας ενός τόπου μπορεί να αλλάξει άρδην ταχύτατα. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις απαθείς.

Το βιβλίο του Κώστα Τσουμάνη μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για προβληματισμό και για παραγωγή νέων ιδεών. Συνιστώ σε όλους, όχι μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό, να το διαβάσουν. Θα βοηθήσει να δουν μέσα από τα μάτια των περιηγητών την Κέρκυρά μας, την Κέρκυρα που μας μαγεύει, την Κέρκυρα που μας πληγώνει, την Κέρκυρα που αγαπάμε.

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Απόσπασμα από την αντιφώνησή μου μετά την απονομή των διασήμων του Αξιωματικού του Ακαδημαϊκού Φοίνικα. "Η σχέση μου με τη γαλλική γλώσσα".

Απόσπασμα από την αντιφώνησή μου μετά την  απονομή των διασήμων του Αξιωματικού του Ακαδημαϊκού Φοίνικα της Γαλλικής Δημοκρατίας (Officier dans l'Ordre des Palmes Académques)*.

Κέρκυρα, 6 Μαρτίου 2015 (Αίθουσα Τελετών Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας)

(*) Τα διάσημα του Ακαδημαϊκού Φοίνικα αποτελούν ανώτατη τιμητική διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία θεσμοθετήθηκε το 1808 από τον Ναπολέοντα τον Α΄. Απονέμεται σε προσωπικότητες του εκπαιδευτικού χώρου που έχου​ν προσφέρει αξιοσημείωτες υπηρεσίες στην εκπαίδευση. 

...

Ποιος θα έλεγε πριν από πενήντα πέντε χρόνια, όταν εκείνο το μικρό αγόρι άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά, ότι μια μέρα, σ' αυτή εδώ την αίθουσα, θα λάμβανε για δεύτερη φορά τιμητική διάκριση για την προσφορά του στη γαλλική γλώσσα, τον γαλλικό πολιτισμό και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Θα σας αποκαλύψω ένα μυστικό: τη γαλλική γλώσσα την είχα συνδυάσει με το παιχνίδι. Ακολουθούσα τη Σουζάνα Λούντζη, την πρώτη μου δασκάλα Γαλλικών, σε μια πλατεία της Αθήνας, όπου πήγαινα να παίξω με τους φίλους μου. Μου μιλούσε Γαλλικά, μου έμαθε τις πρώτες γαλλικές λέξεις. Άκουγα ήχους που με μάγευαν, ήχους που ακουμπούσαν την ψυχή μου. Αυτούς τους ήχους φαίνεται ότι τους είχα αφομοιώσει σωστά, χαιρόμουν γι' αυτό.

Θυμάμαι ότι στο πρώτο «επίσημο» μάθημα με την κυρία Baudais, του Γαλλικού Ινστιτούτου, έλαβα την πρώτη επιβράβευση για την προφορά μου, επειδή πρόφερα σωστά τα Γαλλικά και ιδιαίτερα τα διάφορα «e» αυτής της γλώσσας. Αυτό ήταν! Από τότε ξεκίνησε μια διαφορετική σχέση με τα Γαλλικά. Άλλοτε επρόκειτο για σχέσεις πάθους κι άλλοτε για σχέσεις πολύ δύσκολες, ιδίως στα χρόνια της εφηβείας μου.

Όταν τελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο, πήγα για σπουδές στη Γαλλία, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Aix-en-Provence, με την ψευδαίσθηση ότι ήξερα καλά Γαλλικά. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το σοκ που ένιωσα όταν άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Μακροοικονομίας και Οικονομικής Γεωγραφίας. Η ορολογία αυτών των επιστημονικών κλάδων μου ήταν παντελώς άγνωστη. Θυμάμαι πολύ καλά το παγωμένο ντους που έκανα την πρώτη μέρα για να συνέλθω. Δεν το έβαλα κάτω. Δούλεψα σκληρά, πολύ σκληρά, αλλά τα κατάφερα.

Αυτά που πήρα από τους γονείς μου, από τους δασκάλους μου, από αυτούς τους απλούς ανθρώπους που με στήριξαν στα παιδικά, εφηβικά και μετεφηβικά μου χρόνια, σήμερα μου δείχνουν τον δρόμο. Δεν είναι εύκολος, είναι γεμάτος αγκάθια, μερικά από τα οποία πληγώνουν τη σάρκα μου. Αλλά έχω δίπλα μου τη Ρωξάνη και τους τρεις γιους μου. Μοιραζόμαστε μαζί την ίδια αγάπη για τα Γαλλικά, τη γνώση και την αξιοσύνη και όλα αυτά λειτουργούν ως βάλσαμο.

Αυτή την αγάπη για τα Γαλλικά, για τη μόρφωση, προσπαθώ να μεταλαμπαδεύσω στους φοιτητές μου εδώ και 27 χρόνια. Ως δάσκαλος νιώθω μεγάλη ικανοποίηση όταν βλέπω αποφοίτους του ΤΞΓΜΔ, με τους οποίους βρίσκομαι σε επικοινωνία, να διακρίνονται στον επαγγελματικό στίβο. Η ικανοποίηση είναι μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη, όταν γνωρίζω ότι πάλεψαν σκληρά για φτάσουν εκεί που έφτασαν ...

Κύριε Descotes, θα μου επιτρέψετε να κλείσω αυτή τη σύντομη ομιλία μου επαναλαμβάνοντας   αυτά που είχα πει πριν από λίγα χρόνια, όταν ο τότε Πρέσβης της Γαλλίας  κ. Bruno Delaye μου είχε απονείμει τα διάσημα του Ιππότη του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα: «Εάν αγωνίζομαι για τη γαλλοφωνία, αγωνίζομαι ουσιαστικά για την πολυγωσσία και την πολυπολιτισμικότητα, αρχές χαραγμένες στον Καταστατικό Χάρτη του Διεθνούς Οργανισμού της Γαλλοφωνίας, του οποίου μέλος είναι και η Ελλάδα.  Αγωνιζόμενος για την πολυγλωσσία αγωνίζομαι ταυτόχρονα και για την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα της μητέρας μου και του πατέρα μου».

Βασικές διαφορές μεταξύ έμπειρων και αρχάριων μεταφραστών

Βασικές διαφορές μεταξύ έμπειρων και αρχάριων μεταφραστών

Μιχάλη Πολίτη, 
Καθηγητή στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου



"Μελετώντας περιπτώσεις έμπειρων και αρχάριων μεταφραστών, έχουμε διαπιστώσει ότι σε γενικές γραμμές εμφανίζουν τις εξής διαφορές, τις οποίες είναι σκόπιμο να γνωρίζουν οι διδάσκοντες τη μετάφραση, καθώς κάθε μια από αυτές μπορεί να αποτελέσει διακριτό στόχο στο πλαίσιο του σχεδιασμού των μαθημάτων τους.

  1. Οι έμπειροι μεταφραστές διαθέτουν συνήθως πλουσιότερο γνωστικό εξοπλισμό σε σχέση με τους αρχάριους, κι εφόσον αυτός είναι ελλιπής γνωρίζουν τον τρόπο για να καλύψουν γρήγορα τα όποια κενά τους, προβαίνοντας στην κατάλληλη έρευνα τεκμηρίωσης.

  2. Ο γνωστικός εξοπλισμός των έμπειρων μεταφραστών είναι συνήθως καλύτερα οργανωμένος απ’ ό,τι των αρχαρίων ή τουλάχιστον έχουν αναπτύξει μηχανισμούς για γρήγορη και κατάλληλη προσπέλαση του, για την εξαγωγή των κρίσιμων για την κάθε περίσταση πληροφοριών.

  3. Οι έμπειροι μεταφραστές φαίνεται ότι αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη νοητική επεξεργασία των πληροφοριών (ανάλυση, κατανόηση), παρά στην παραγωγή του μεταφράσματος. Ο έμπειρος μεταφραστής διαμορφώνει συνήθως πλήρη νοητική αναπαράσταση του νοήματος και στη συνέχεια αποδίδει, χωρίς να προβαίνει σε παλινδρομικές κινήσεις μεταξύ κειμένου αφετηρίας και κειμένου αφίξεως, σε απόδοση μεγάλων σχετικά περιόδων. Αντιθέτως, ο αρχάριος μεταφραστής, αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση των κατάλληλων γλωσσικών μέσων, δοκιμάζοντας στο χαρτί ή τον υπολογιστή εναλλακτικές λύσεις, παρά στη διαμόρφωση της νοητικής αναπαράστασης του νοήματος. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της πραγματοποίησης πολλών παλινδρομικών κινήσεων των οφθαλμών μεταξύ κειμένου αφετηρίας και μεταφράσματος, μέχρις ότου ληφθεί η οριστική απόφαση για τον τρόπο απόδοσης του νοήματος.

  4. Οι έμπειροι μεταφραστές φαίνεται ότι χρησιμοποιούν δοκιμασμένες από τους ίδιους στρατηγικές ή ακολουθίες νοητικών στρατηγικών, καθώς αναγνωρίζουν εύκολα τις δομικές ομοιότητες μεταξύ κατ’ αρχήν διαφορετικών επιφανειακά καταστάσεων, ενώ οι αρχάριοι, ελλείψει εμπειριών, ελλείψει ικανότητας να αντιληφθούν εύκολα τις δομικές ομοιότητες μεταξύ κατ’ αρχήν διαφορετικών επιφανειακά καταστάσεων, δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην αναλυτική μέθοδο.

  5. Οι έμπειροι μεταφραστές, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό τη διαδικαστική γνώση στο πλαίσιο της διαχείρισης του μεταφραστικού έργου.

  6. Οι έμπειροι μεταφραστές έχουν αυτοματοποιημένες πολλές ακολουθίες βημάτων των στρατηγικών επίλυσης, ενώ οι άπειροι όχι, γεγονός που προκαλεί μικρότερη καταπόνηση του μνημονικού συστήματος κι επομένως μεγαλύτερη διαθεσιμότητα για επεξεργασία μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών.

  7. Οι έμπειροι μεταφραστές είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί όταν τους ζητούν να μεταφράσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση προς τους αρχάριους, οι οποίοι ενδέχεται να μην μπορέσουν να διαχειριστούν το στρες τους.

  8. Οι έμπειροι μεταφραστές αξιοποιούν σωστά τις μεταγνωσιακές δεξιότητές τους, δηλαδή μπορούν με επιδεξιότητα να κατευθύνουν και να ελέγχουν τις δραστηριότητές τους, μπορούν να προβλέπουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον βαθμό δυσκολίας της διαχείρισης μιας κατάστασης προβλήματος, σε αντίθεση προς τους αρχάριους.

  9. Οι έμπειροι μεταφραστές ρυθμίζουν προσεκτικά τις κινήσεις στις οποίες πρέπει να προβούν για τη διαχείριση μιας κατάστασης προβλήματος και επιδεικνύουν μεγαλύτερη ακρίβεια στην εξεύρεση σωστών λύσεων, σε αντίθεση προς τους αρχάριους.

Τα ανωτέρω αποκτώνται και βελτιώνονται με την άσκηση και τον χρόνο. Όπως έχουμε διαπιστώσει, η βελτίωση αυτών των δεξιοτήτων δεν προκύπτει απαραίτητα κατά τη διάρκεια ή με τη λήξη ενός προγράμματος κατάρτισης, αλλά συνεχίζεται και μετά το πέρας του προγράμματος. Ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής συνεχίζει ασύνειδα την επεξεργασία των γνώσεων που έχει λάβει κατά τη διάρκεια της κατάρτισής του και των δεξιοτήτων που έχει καλλιεργήσει, είτε αυτές αφορούν στη μεθοδολογία είτε στον γνωστικό εξοπλισμό. Αισθητή βελτίωση όμως επιτυγχάνεται μόνο με τη συστηματική άσκηση."

 Πηγή:

Πολίτη Μιχάλη (2012): Ζητήματα γνωσιακής προσέγγισης της διδακτικής της μετάφρασης, Εκδόσεις Ανατολικός, Αθήνα, σελ. 221-223

http://www.academia.edu/2280493/_


Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Η συμβολή των Γάλλων στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Επτανησίων κατά την προεπαναστατική περίοδο (1)

Μιχάλη Πολίτη

Καθηγητή Ιονίου Πανεπιστημίου


    

 Όταν σε προσκαλούν να μιλήσεις για την Εθνική Εορτή λίγους μήνες μετά την συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, όταν έχεις διαβάσει τόσα κείμενα κι έχεις παρακολουθήσει τόσες εκδηλώσεις, νιώθεις μια μικρή αμηχανία. Τι μπορείς να πεις για να τιμήσεις αυτούς τους ανθρώπους που πριν από τόσα χρόνια συνειδητοποίησαν την εθνική τους ταυτότητα, διαμόρφωσαν τις συνθήκες για να ξεσπάσει στη νότιο Βαλκανική η πρώτη εθνική επανάσταση, η οποία οδήγησε στη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους; Είχα την αίσθηση ότι το 2021 είχαν λεχθεί τα πάντα κι ότι κινδύνευα να επαναλάβω πράγματα γνωστά, τετριμμένα. Όντας Επτανήσιος και γνωρίζοντας ότι θα απευθυνθώ σε ένα ακροατήριο που ζει στα Επτάνησα, σκέφτηκα να παρουσιάσω ένα θέμα σχετικό με τα Ιόνια Νησιά και την Ελληνική Επανάσταση και μάλιστα σχετικό με την προεπαναστατική περίοδο. Επειδή τους τελευταίους μήνες ασχολούμαι συστηματικά με τις δύο περιόδους γαλλικής παρουσίας στα Επτάνησα, την περίοδο των Δημοκρατικών Γάλλων(1797-1799) και την περίοδο των Αυτοκρατορικών Γάλλων (1807-1814), σκέφτηκα να επικεντρωθώ στη συμβολή τους στην εθνική αφύπνιση των κατοίκων της περιοχής.  

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς είναι δυνατόν μια ξένη δύναμη, η οποία είχε τη δική της στρατηγική, τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα, με τις ενέργειές της να έχει συντελέσει στην εθνική αφύπνιση του λαού τον οποίο είχε θέσει υπό τον έλεγχό της; Σ’ αυτή την ερώτηση θα επιχειρήσω σήμερα να απαντήσω.

Η γαλλική επιρροή στα Επτάνησα είχε αρχίσει πολύ πριν από την άφιξη των Δημοκρατικών Γάλλων το 1797. Οι αρχές του Διαφωτισμού είχαν αρχίσει να διαδίδονται στα Επτάνησα πολύ νωρίτερα. Μια έρευνα στους καταλόγους των ιδιωτικών και των δημοσίων βιβλιοθηκών των νησιών θα μας αποκαλύψει ότι στις συλλογές τους συγκαταλέγονται έργα Γάλλων διαφωτιστών, που είχαν τυπωθεί πριν την άφιξη των Γάλλων στα Επτάνησα. Ενδεικτικά, στη Βιβλιοθήκη της Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας υπάρχουν τα Άπαντα του Βολτέρου σε έκδοση του 1792, δηλαδή πριν την άφιξη στα Επτάνησα των Δημοκρατικών Γάλλων, τα οποία είχαν τυπωθεί στο Αμβούργο και τη Λειψία.

Αν το 1943, τα ναζιστικά στούκας δεν είχαν βομβαρδίσει και κάψει την Ιόνιο Ακαδημία, στην οποία στεγαζόταν η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας, σήμερα θα υπήρχε στην Κέρκυρα ένα από τα σημαντικότερα αποθέματα βιβλίων κι άλλων τεκμηρίων στην Ελλάδα σχετικών με τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση.

Η διάδοση των αρχών του Διαφωτισμού στα Επτάνησα υπήρξε η απαρχή της εθνικής αφύπνισης των Επτανησίων. Μέχρι τότε, οι κρατούντες έστρεφαν την κεφαλή προς τη Βενετία, με την οποία συνεργαζόντουσαν κι από την οποία αντλούσαν την εξουσία τους, ο δε απλός λαός, ελάχιστα μορφωμένος, πάλευε για την επιβίωσή του, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις και τον ελληνορθόδοξο κλήρο, χάρη στον οποίο διατήρησε επαφή με την ελληνική γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξαν τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε η διάδοση των αρχών του Διαφωτισμού και η συνειδητοποίηση ότι οι κάτοικοι των νησιών ανήκαν σε ένα ενιαίο ελληνικό έθνος, η εμβέλεια του οποίου ξεπερνούσε τα στενά όρια των νησιών του Ιονίου Πελάγους και της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ας θυμηθούμε όμως, πολύ συνοπτικά, πώς είχαν τα πράγματα εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική :

Τον 18ο αιώνα οι αρχές του Διαφωτισμού είχαν διαδοθεί στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική.

Ο Διαφωτισμός, ο οποίος εμφανίστηκε ως πνευματικό και πολιτικό κίνημα, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στη Γαλλία, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την εκκοσμίκευση της γνώσης, την πίστη στον ορθό λόγο και την ιδέα της προόδου, καθώς και τη λατρεία της επιστήμης, η οποία βασιζόταν στο πείραμα και την παρατήρηση. Ταυτόχρονα, εξέφρασε μια γενικευμένη αμφισβήτηση των κυρίαρχων δομών εξουσίας, με αντίστοιχη προβολή της αξίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

Υπό τα πλήγματα του ορθού λόγου κατέρρευσε η αυθεντία του σχολαστικισμού και το ιδεολογικό υπόβαθρο της απόλυτης μοναρχίας. Οι ανερχόμενες αστικές τάξεις, εμφορούμενες από τις αρχές του Διαφωτισμού άρχισαν να διεκδικούν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας κι έθεσαν τις βάσεις για τη ριζική ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Στην πορεία, ο Διαφωτισμός ενέπνευσε επαναστατικά κινήματα τα οποία αμφισβήτησαν ευθέως και ανέτρεψαν κυρίαρχες δομές εξουσίας. Η Αμερικανική Επανάσταση (1776-1783) υπήρξε η πρώτη επιτυχής ανατροπή καθεστηκυίας τάξης, η οποία οδήγησε στην ανεξαρτησία των βρετανικών αποικιών της Βόρειας Αμερικής και τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Η δεύτερη επιτυχής επανάσταση υπήρξε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, η οποία στράφηκε κατά του Παλαιού Καθεστώτος. Η επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων σήμανε την κατάρρευση του πολιτειακού θεσμού της απολύτου μοναρχίας και τον πλήρη εκπεσμό της φεουδαρχίας. Η αστική τάξη, η οποία διεκδικούσε δικαιώματα, επέβαλε τελικά την κυριαρχία της μετά από αιματηρές εμπειρίες.

Αλλά ας εστιάσουμε στην ευρύτερη περιοχή μας

Οι δύο μεγάλες δυνάμεις που δέσποζαν τους προηγούμενους αιώνες στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής, της Αδριατικής και της Ν.Α. Μεσογείου, η Ενετική Δημοκρατία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν χάσει τη σφριγηλότητα τους και δυσκολεύονταν ν’ αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των υπολοίπων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Αυστρία και η Ρωσία επεδίωκαν να καλύψουν αυτό το κενό, η κάθε μία λειτουργώντας για λογαριασμό της.

Η Αγγλία επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία της στη θάλασσα ελέγχοντας σημεία κλειδιά για τη ναυσιπλοΐα, με απώτερο σκοπό να έχει ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές της Ανατολής.

Η Αυστρία, επεκτεινόμενη προς νότο, επεδίωκε ν’ αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο επιχειρώντας να ελέγξει τα εδάφη τα οποία άλλοτε ήλεγχε η Γαληνοτάτη.

Η Ρωσία επεδίωκε ν’ αποκτήσει απρόσκοπτη πρόσβαση στις «θερμές θάλασσες» άλλοτε συγκρουόμενη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία κι άλλοτε συμμαχώντας μαζί της. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής της Ρωσίας εντάσσονται τα Ορλοφικά, η αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων του 1770, η οποία υποκινήθηκε από τους Ρώσους κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774). Σκοπός των Ρώσων ήταν η δημιουργία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενός ορθόδοξου κράτους φίλα προσκείμενου στη Ρωσία, το οποίο θα εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντά της. Η εξέγερση αυτή, ως γνωστόν καταπνίγηκε στο αίμα και όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ 20.000 Έλληνες πουλήθηκαν στην Αφρική και σε Τούρκους της Ρούμελης.

Η Γαλλία, η οποία είχε βιώσει την Επανάσταση του 1789, είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την απόπειρα επαναφοράς της Μοναρχίας το 1792, είχε εξέλθει από τη δίνη της Τρομοκρατίας (1793-1794) και είχε θέσει υπό τον έλεγχό της τη Βενετία, μετά την επιτυχή έκβαση της Εκστρατείας της Ιταλίας 1796-1797. Με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο του 1797 η Γαλλία έλαβε, μεταξύ άλλων, τα Ιόνια Νησιά και τις ηπειρωτικές εξαρτήσεις τους στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές. Η επιτυχής έκβαση της Εκστρατείας της Ιταλίας είχε συμβάλει καθοριστικά στην ανάδειξη του Ναπολέοντα Βοναπάρτη σε εξέχουσα πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα. Από τη μελέτη των διαθέσιμων πηγών προκύπτει ότι εμπνευστής του στρατηγικού σχεδιασμού των Γάλλων για την Αδριατική και τη Μεσόγειο ήταν ο ίδιος ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης, όταν ήταν ακόμη ένα από τα μέλη του Διευθυντηρίου.

Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο:

Πώς είναι δυνατόν μια ξένη δύναμη, η οποία έχει τη δική της στρατηγική, τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα, με τις ενέργειές της να συντελεί στην εθνική αφύπνιση του λαού που έχει θέσει υπό τον έλεγχό της;

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αυτό ακριβώς συνέβη! Οι Γάλλοι επεδίωκαν να διασφαλίσουν έναν μακρόχρονο έλεγχο της ευρύτερης περιοχής για να τον χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα για τα σχέδιά τους στην Ανατολή, κάτι το οποίο ο Ναπολέοντας επαναλάμβανε συχνά στην αλληλογραφία του με ιθύνοντες της εποχής. Οι Γάλλοι γνωρίζοντας επίσης ότι σημαντικός αριθμός ντόπιων έτεινε ευήκοον ους στις αρχές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, αν δεν τις είχε αποδεχθεί, έκριναν ότι τα Ιόνια Νησιά μπορούσαν να τεθούν όχι μόνο στην σφαίρα επιρροής της Γαλλικής Δημοκρατίας αλλά και να εξυπηρετήσουν τα στρατηγικά της συμφέροντα, τα οποία κάλυπταν την Βαλκανική και την ευρύτερη Ανατολή. Ο ίδιος ο Ναπολέων δεν δίστασε, σε συνάντηση που είχε στο Saint-Cloud, στις 18 Αυγούστου 1811, με αντιπροσωπεία της Ιονίου Γερουσίας, υπό τον Εμμανουήλ Θεοτόκη, να χαρακτηρίσει την Κέρκυρα «κλειδί της Αδριατικής».

Ο Ναπολέων Βοναπάρτης γνωρίζοντας ότι τα Επτάνησα, και δη η Κέρκυρα, θα αποτελούσαν μήλο της έριδας μεταξύ των τότε μεγάλων δυνάμεων, αλλά έχοντας ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι μπορούσε να βασιστεί στους κατοίκους της περιοχής για να εξυπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Γαλλίας, δεν δίστασε να επενδύσει πολύ μεγάλα ποσά για την οργάνωση της άμυνας των νησιών και για την ανάπτυξή τους. Από αυτή την στρατηγική επιλογή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη επωφελήθηκαν πολλαπλώς οι ντόπιοι. Ας δούμε πώς…

Ενώ η Εκστρατεία της Ιταλίας ήταν σε εξέλιξη, ο Βοναπάρτης προετοίμαζε το Διευθυντήριο να αποδεχθεί την στρατηγική του για τα Επτάνησα και την ευρύτερη Ανατολή, κάτι το οποίο πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Για να έχει θετική έκβαση ο στόχος του προσεταιρισμού του ντόπιου πληθυσμού, είχε αναθέσει την εκτέλεση της αποστολής στον Κορσικανό Στρατηγό Antoine Gentili, με το επιχείρημα ότι ως νησιώτης θα μπορούσε να αξιοποιήσει το μεσογειακό του ταμπεραμέντο για ν’ αναπτύξει σχέσεις με τους ντόπιους. Ο Στρατηγός Gentili συνοδευόταν από τον λόγιο Antoine-Vincent Arnault, γνώστη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος αργότερα εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Λίγο πριν την αποβίβασή τους στην Κέρκυρα, ο Antoine-Vincent Arnault, εκτελώντας εντολή του Βοναπάρτη, έστειλε στους κατοίκους του νησιού προκήρυξη σε τρεις γλώσσες στην οποία τους θύμιζε την προαιώνια ιστορική τους προέλευση, πράξη η οποία έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Όταν οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Κέρκυρας, τους υποδέχθηκαν ο γενικός Προνοητής με το επιτελείο του, οι σύνδικοι της πόλεως, ο Ορθόδοξος Μέγας Πρωτόπαππας Ιππότης Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος, ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, οι σύνδικοι της εβραϊκής κοινότητας και πλήθος κόσμου. Ο Μέγας Πρωτόπαππας προβαίνοντας σε μια συμβολική κίνηση πρόσφερε στον Στρατηγό Gentily την Οδύσσεια του Ομήρου. Η ανταλλαγή των φιλοφρονήσεων και των δώρων διαμόρφωσε ένα κλίμα πολύ ευνοϊκό για τους νέους κυρίαρχους των νησιών.

Σε επιστολή προς στον Gentili, τον πρώτο Διοικητή των Ιονίων Νήσων, ο Βοναπάρτης έγραψε μεταξύ άλλων: «… δεν θα παραλείπετε, στις διακηρύξεις που θα κάνετε, να μιλάτε για την Ελλάδα, την Αθήνα και τη Σπάρτη» και ότι «Η Κέρκυρα ήταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, πατρίδα της πριγκίπισσας Ναυσικάς».

Με την παραλαβή των πρώτων αναφορών του Gentili, ο Βοναπάρτης έστειλε στο Διευθυντήριο μια επιστολή γραμμένη σε λυρικό ύφος: «… Ένα τεράστιο πλήθος τους καλωσόρισε στην ακτή με κραυγές χαράς και ενθουσιασμού και τους υποδέχτηκε ως ελευθερωτές». Σε μια δεύτερη επικοινωνία με το Παρίσι, ο Βοναπάρτης φάνηκε πιο νηφάλιος: «Τα στρατεύματά μας έφτασαν στην Κέρκυρα κι έγιναν δεκτά εκεί με τη μεγαλύτερη χαρά. Στην Αλβανία και την Ελλάδα θυμούνται τη Σπάρτη και την Αθήνα. Έχω ήδη αλληλογραφία με τους κύριους ηγέτες της χώρας· η Ελλάδα θα μπορούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της». Είναι πρόδηλο ότι ο Βοναπάρτης επεδίωκε την αφύπνιση του Ελληνισμού. Από την αρχή, λοιπόν, ο Βοναπάρτης αναφέρεται στη μεγάλη ιδέα της αναβίωσης του Ελληνισμού, μια ιδέα που θα είχε την ευκαιρία να επαναλάβει αργότερα και στην οποία αφιέρωσε μια σελίδα στα Απομνημονεύματά του, όταν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έδωσε τόση έμφαση στον εξοπλισμό και την προμήθεια με αγαθά της Κέρκυρας.

Η προσπάθεια για προσεταιρισμό των κατοίκων δεν περιορίστηκε μόνο στα λόγια. Οι Γάλλοι, εκτελώντας τις εντολές του Ναπολέοντα Βοναπάρτη προέβησαν σε μια σειρά πράξεων οι οποίες αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση μιας νέας ελίτ μορφωμένων αστών, οι οποίοι θα κάλυπταν το κενό που άφηνε η κυρίαρχη τάξη της Ενετοκρατίας. Για να πετύχουν αυτόν τον σκοπό προέβησαν σε μία σειρά ενεργειών, οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων και την εθνική αφύπνιση των κατοίκων των νησιών. Καθώς η πλειονότητα των κατοίκων ήταν αγράμματοι, επένδυσαν στην εκπαίδευσή τους και τη διάχυση της γνώσης, οργάνωσαν σε νέες βάσεις τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη και επιχείρησαν να καλλιεργήσουν αυτό που ονομάζουμε «αυτοδιοικητική κουλτούρα», κάτι το οποίο έλλειπε εντελώς στα νησιά, καθώς οι όποιες αποφάσεις που αφορούσαν τα νησιά λαμβάνονταν στη Βενετία.

Μία από τις πρώτες πράξεις της γαλλικής διοίκησης ήταν η εγκατάσταση στην Κέρκυρα του πρώτου τυπογραφείου στον ελληνικό χώρο. Όσα βιβλία κυκλοφορούσαν στις ενετοκρατούμενες και τις τουρκοκρατούμενες περιοχές είχαν τυπωθεί σε τυπογραφεία εκτός ελλαδικού χώρου: στη Βιέννη, το Παρίσι, τη Λειψία κι αλλού. Τον Φεβρουάριο του 1798, το τυπογραφείο, εμπλουτισμένο με ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες παραχωρήθηκαν από το τυπογραφείο του Firmin Didot, γνωστό και από τις ελληνικές εκδόσεις των έργων του Κοραή στο Παρίσι, φθάνει στην Κέρκυρα και εγκαθίσταται στον χώρο πίσω από την Μονή της Παναγίας του Κορμήλου, εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τενέδου, πολύ κοντά στην είσοδο του Νέου Φρουρίου. Μπορεί το εν λόγω τυπογραφείο να χρησίμευσε ως μέσον για την άσκηση της διοίκησης και της προπαγάνδας από τους Γάλλους, αλλά ταυτόχρονα χρησίμευσε κι ως μέσον για την ενημέρωση του ελληνόφωνου κοινού, κάνοντας χρήση της ελληνικής γλώσσας, και την παραγωγή κειμένων, τα οποία ενίσχυαν το πατριωτικό πνεύμα των ντόπιων. Στο τυπογραφείο αυτό τυπώθηκαν στα ελληνικά πολύ σπουδαία έντυπα, μέγιστου εθνικού ενδιαφέροντος, όπως ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου.

Με την άφιξή τους στην Κέρκυρα οι Γάλλοι ίδρυσαν το πρώτο δημόσιο δημοτικό σχολείο. Σ’ αυτό θα φοιτούσαν φτωχοί Έλληνες, Ιταλοί και Εβραίοι οι οποίοι θα διδάσκονταν γραφή, αριθμητική και γαλλικά. Η διαχείριση αυτού του «πιλοτικού» για την εποχή ιδρύματος είχε ανατεθεί στον πολίτη Vivotte. Πρόκειται για το πρώτο δημόσιο σχολείο στον ελλαδικό χώρο, στο οποίο είχαν δικαίωμα να φοιτούν αγόρια ανεξαρτήτως θρησκείας ή δόγματος. Το σχολείο αυτό μπορεί να μην λειτούργησε αδιάλειπτα, χρησίμευσε όμως ως σπόρος για την εμπέδωση της ανάγκης ύπαρξης δημοσίων εκπαιδευτηρίων στον επτανησιακό χώρο στα οποία θα φοιτούσαν νέοι απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Επίσης, η μόρφωση που παρείχαν τα πάσης φύσεως εκπαιδευτήρια λειτούργησε ως βάση για την πρόσβαση των νέων στις νεωτερικές ιδέες, την αποδοχή των αρχών του Διαφωτισμού και μέσω αυτών στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης τους

Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια δημόσια βιβλιοθήκη προσιτή σε όλους με βάση βιβλία που κατασχέθηκαν από τα μοναστήρια. Έτσι συγκεντρώθηκαν περίπου 4.000 βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία όμως ήταν εκκλησιαστικά και γραμμένα σε λατινική γλώσσα. Επειδή έλλειπαν νεώτερα κλασικά και φιλολογικά έργα, οι Γάλλοι αξιωματικοί κλήθηκαν να δωρίσουν βιβλία που είχαν μαζί τους. Με τις δωρεές τους η βιβλιοθήκη απέκτησε σύγχρονα για την εποχή βιβλία, πολλά εκ των οποίων μετέφεραν τις αρχές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Η προσπάθεια για μόρφωση των Επτανησίων συνεχίστηκε στην περίοδο των Αυτοκρατορικών Γάλλων. Μπορεί σκοπός των Γάλλων να ήταν η ανάπτυξη στενότερων και ισχυρότερων δεσμών των Επτανησίων με τη μητροπολιτική Γαλλία, οι ενέργειες όμως αυτές, όπως και οι προηγούμενες, συνέτειναν στην καλλιέργεια της αυτογνωσίας και στη συνειδητοποίηση ότι οι Επτανήσιοι αποτελούσαν τμήμα του ελληνικού έθνους.

Από τα μέτρα τα σχετικά με την εκπαίδευση και γενικότερα την καλλιέργεια των Γραμμάτων και των Επιστημών μπορούμε να διακρίνουμε δύο:

Ο Αυτοκρατορικός Επίτροπος Julien Bessières έχοντας διαπιστώσει ότι η εκπαίδευση στα Επτάνησα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, ότι οι δάσκαλοι ήταν ως επί το πλείστον κακοί, ότι τα μαθήματά τους τα παρακολουθούσαν ελάχιστοι μαθητές κι ότι θα ήταν πολύ δαπανηρό για το κράτος να πολλαπλασιάσει τα σχολεία, πρότεινε να επιλεγούν από όλα τα νησιά οι πλέον φιλομαθείς νέοι και να σταλούν στη Γαλλία για να εκπαιδευτούν σε γαλλικά λύκεια. Ο Γάλλος Διοικητής François Donzelot υιοθέτησε την ιδέα του και η πρόταση άρχισε να εφαρμόζεται το 1813 με την αποστολή στα Ινστιτούτα Εφαρμοσμένων Τεχνών της μητροπολιτικής Γαλλίας 30 περίπου νέων από τα Ιόνια Νησιά.

Η δημιουργία το 1808 της Ιονικής Ακαδημίας, πρόδρομο της Ιονίου Ακαδημίας, στην οποία ο Αυτοκράτορας χορήγησε την υψηλή του υποστήριξη, ήταν ιδέα του Donzelot. Κάλυπτε μια μεγάλη γκάμα γνωστικών αντικειμένων, καθώς διδάσκονταν μαθήματα σχετικά με τη γεωργία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, τη λογοτεχνία, τις θετικές επιστήμες και τις τέχνες. Η Ιονική Ακαδημία είχε 28 «αθανάτους», Γάλλους και Επτανήσιους, και μεγάλο αριθμό ξένων ανταποκριτών όλων των εθνικοτήτων. Το πιο αξιόλογο μέλος του για τη Γαλλία υπήρξε αναμφισβήτητα ο Charles Dupin, ο οποίος κατά την Παλιννόστηση έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών και αργότερα διετέλεσε Πρόεδρός της. Η Ιονική Ακαδημία απένεμε βραβεία, οργάνωνε διαλέξεις, εξέδιδε διατριβές και επιθυμούσε ν’ αποκτήσει μια βιβλιοθήκη, ένα εργαστήριο φυσικής κι έναν βοτανικό κήπο.

Οι διαλέξεις που διοργανώνονταν από την Ιονική Ακαδημία προσφέρονταν κυρίως από αξιωματικούς του Γαλλικού Στρατού (όπως ο Charles Dupin, ο Marie Étienne François Baudrand, ο Antoine Marie Augoyat κ.ά. ), Έλληνες λόγιους (όπως ο Διονύσιος Ρώμας, ο Εμμανουήλ Θεοτόκης, ο Στυλιανός Βλασσόπουλος κ.ά.). Οι διαλέξεις αυτές έθιγαν ποικίλα θέματα. Ενδεικτικά: στο πλαίσιο του Α΄ Τμήματος μια ομάδα Γάλλων αξιωματικών παρουσίασε μια συγκριτική μελέτη για τα μέτρα και τα σταθμά που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή στα Ιόνια Νησιά, τη Γαλλία, την Αλβανία και στο υπόλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Antoine Marie AUGOYAT ανέπτυξε θέμα σχετικό με την κατασκευή δασικών δρόμων στην Κέρκυρα και το αντεπιστέλλον μέλος Petrizzi ανέπτυξε θέμα σχετικό με τη χρησιμότητα των εμβολιασμών. Προφανώς, επρόκειτο για διάλεξη εντασσόμενη στην προσπάθεια για διάδοση του δαμαλισμού, εμβολίου κατά της ευλογιάς, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις συναντούσε τη σθεναρή αντίδραση του πληθυσμού.

Δυστυχώς, τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν επέτρεψαν την συνέχιση του έργου της Ιονικής Ακαδημίας...

Εκτός από τις ενέργειες που αποσκοπούσαν στην εκπαίδευση και γενικότερα στην καλλιέργεια του πνεύματος, η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Επτανησίων συντελέστηκε επίσης χάρη στα μέτρα που εισήγαγαν οι Γάλλοι για την αποτελεσματική διοίκηση των νησιών. Μια πρώτη ανάγνωση των μέτρων θα μπορούσε να συντελέσει στη διατύπωση της υπόθεσης ότι οι Γάλλοι συγκρότησαν στα Επτάνησα τρεις νομούς οι οποίοι προστέθηκαν στους υφιστάμενους νομούς της Γαλλικής Δημοκρατίας:

α) τον νομό Κέρκυρας, με έδρα την πόλη της Κέρκυρας, ο οποίος περιελάμβανε εκτός από το νησί της Κέρκυρας, τον Βίδο, τα Διαπόντια, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και στην απέναντι ακτή την Πάργα και το Βουθρωτό,

β) τον νομό Ιθάκης, με έδρα το Αργοστόλι, ο οποίος περιλάμβανε την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, τη Λευκάδα, τον Σκορπιό, και στην απέναντι ακτή τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, και

γ) τον νομό Αιγαίου, με έδρα τη Ζάκυνθο, ο οποίος περιλάμβανε επίσης τα Κύθηρα.

Σε καθεμία από αυτές τις διοικητικές μονάδες διορίστηκε σώμα δημοσίων υπαλλήλων, ένας στρατιωτικός διοικητής κι ένας κυβερνητικός επίτροπος. Συστάθηκαν νομαρχιακές και δημοτικές επιτροπές, δηλαδή ένας ολόκληρος μηχανισμός ο οποίος όμως, λόγω έλλειψης μέσων, δεν μπόρεσε να επιβιώσει.

Στην Κέρκυρα ο πολίτης Arnault. συγκρότησε Δημαρχείο «απαρτιζόμενο από πολίτες που κατοικούσαν στο νησί, γνωστούς για τη φώτιση και τη δικαιοσύνη τους». Επρόκειτο για μια παράξενη συνύπαρξη του Προνοητή της Βενετίας, του Ορθόδοξου Μητροπολίτη, του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, δύο ραβίνων, δεκαοκτώ Ελλήνων, τεσσάρων Καθολικών και δύο Εβραίων. Σ’ αυτό το ετερογενές σύνολο υπήρχαν επίσης έξι ευγενείς.

Συγκρότησε επίσης επιτροπές κοινής σωτηρίας, υπεύθυνες για την εκτελεστική εξουσία, με διάφορες αρμοδιότητες υπό τον έλεγχο του Διοικητή: Εμπορίου και Τεχνών, Αστυνομίας, Παιγνίων και Θεάτρου, Πολιτοφυλακής, Υδρεύσεως και Δεξαμενών, Δημοσίων Κτιρίων, Στρατιωτικών Καταλυμάτων, Προμήθειας Τροφίμων, Δημόσιας Υγείας και Επιστασίας Φυλακών, Εκπαίδευσης και Θρησκευμάτων.

Όμως, το 1797, όταν οι Δημοκρατικοί Γάλλοι έφτασαν στα Επτάνησα, δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ούτε είχαν διαμορφωθεί ακόμη οι συνθήκες για τη σύστασή του. Η πρωτοβουλία των Γάλλων να προσφέρουν τη δυνατότητα στους ντόπιους να μετάσχουν στους φορείς αυτοδιοίκησης των νησιών ήταν για την εποχή καινοτόμα και επαναστατική, καθώς μέχρι τότε τη διοίκηση ασκούσαν αποκλειστικά μέλη της αριστοκρατίας, άμεσα εξαρτώμενα από τη Γαληνοτάτη. Ο λαός, με ελλιπή ή ανύπαρκτη μόρφωση, δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά και δεν είχε καλλιεργήσει «αυτοδιοικητική κουλτούρα». Μπορεί η εξουσία που ανέθεσαν οι Γάλλοι στους εκπροσώπους του λαού να ήταν περιορισμένη και η άσκησή της να υπόκειτο στον έλεγχό τους, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά απλοί πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, είχαν δικαίωμα ν’ ασχοληθούν με τα κοινά και να αναλάβουν πολιτικές ευθύνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γάλλοι έριξαν τον σπόρο για τη διαμόρφωση αστικής τάξης στα Επτάνησα, από την οποία ξεπήδησαν άνθρωποι της διανόησης και της πολιτικής.

Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του τεκτονισμού στη διάδοση των αρχών του Διαφωτισμού και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Επτανησίων. Μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ (1807) που έβαζε τέλος στο ολιγόχρονο διάστημα της ρωτο-τουρκικής διακυβέρνησης των νησιών, η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, ιδρύει στην Κέρκυρα στοά με την επονομασία «La Philogénie » (Φιλογένεια) στην οποία δίνει εξ αρχής επαναστατικό περιεχόμενο. Εκτός από ό,τι γινόταν μέσα στην ίδια τη στοά, τελούνταν και δημόσιες, «λευκές» τελετές που απευθύνονταν στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και όπου η γαλλική ευρωπαϊκή επαναστατική πολιτική προβαλλόταν ως υπόθεση και του ελληνισμού για τον οποίο είχε έρθει η ώρα του ξεσηκωμού.

Κυρίες και κύριοι,

Η σημερινή ομιλία, είναι αφιερωμένη στους «επώνυμους» αλλά και «ανώνυμους» Επτανήσιους του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, οι οποίοι έστρεψαν την προσοχή τους προς το Φως που κάλυπτε όλη την Ευρώπη, ενστερνίστηκαν τις αρχές του Διαφωτισμού, πίστεψαν ότι το ελληνικό έθνος είχε δικαίωμα να αναγεννηθεί από τις στάχτες του και και να πορευθεί προς την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία.



Βιβλιογραφία

Baeyens Jacques, Les Français à Corfou, 1797-1799 & 1807-1814, αυτοέκδοση, 1973 (Μετάφραση στα Ελληνικά από τον Μιχάλη Πολίτη. Τίτλος μετάφρασης: Οι Γάλλοι στην Κέρκυρα, 1797-1799 & 1807-1814, εκδόσεις Λειμών, Αθήνα, 2021).

Lamarre-Picquot François-Victor, Nos anciens à Corfou. Souvenirs de l’aide-major (1807-1814), publiés et annotés par Hubert Pernot, Εκδόσεις Felix Alcan, Παρίσι, 1918.

Politis Jacques, Corfou, Εκδόσεις Stock, Παρίσι, 1964.

Rodocanachi Emmanuel, Bonaparte et les iles Ioniennes: un épisode des conquêtes de la République et du Premier Empire 1797-1816, Εκδόσεις Felix Alcan, Παρίσι, 1899.


(1) Ομιλία στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για την Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου (Ιόνιος Ακαδημία, 24-3-2022)